Η Ρεάλ Μαδρίτης έχει χτίσει με εντυπωσιακή ομάδα. Το νέο σύστημα του Κάρλο Αντσελότι έχει τον Κιλιάν Εμπαπέ πλαισιωμένο από τους Βινίσιους και Ροδρίγο στην επίθεση, με τους Μπέλιγχαμ και Βαλβέρδε στο κέντρο ως 8αρια και τον Αουρελιέν Τσουαμενί ως εξάρι. Η ισοπαλία 1-1 με την Μαγιόρκα την Κυριακή, έδειξε κάποια πρώιμα προβλήματα στην πρεμιέρα της La Liga, αλλά το ερώτημα πώς να αναπτυχθεί καλύτερα μια τέτοια ενδεκάδα γεμάτη αστέρια μοιάζει με ένα από αυτά τα «καλά» προβλήματα.
Η επιθετική δύναμη της «Βασίλισσας» είναι εντυπωσιακή, όπως και η ιστορία του σχεδιασμού και της στρατηγικής πίσω από αυτήν. Είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς τη θέση της Ρεάλ στη μεταγραφική αγορά – απέχει πολύ από το να είναι η ομάδα που σπαταλά τα περισσότερα χρήματα. Ιδού λοιπόν τα βασικά θέματα πίσω από τη συγκρότηση της τελευταίας ομάδας σούπερ σταρ του συλλόγου.
Το σχέδιο
Το καλοκαίρι του 2009, ο Φλορεντίνο Πέρεθ επέστρεψε ως πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης για δεύτερη φορά, προσπαθώντας να επαναφέρει τον σύλλογο στην κορυφή. Για να το κάνει αυτό, δαπάνησε 250 εκατομμύρια ευρώ σε μεταγραφές όπως ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Κακά, ο Καρίμ Μπενζεμά και ο Τσάμπι Αλόνσο.
Στις χρονιές που ακολούθησαν αυτή την τεράστια δαπάνη το 2009, η Ρεάλ δαπάνησε μόνο μία φορά υψηλότερο ποσό – 361 εκατομμύρια ευρώ το 2019-20, αφού η πρώτη σεζόν μετά την έξοδο του Κριστιάνο Ρονάλντο το 2018 έληξε χωρίς να κερδίσει τίτλους. Και πάλι αυτό μπορεί να δώσει την εντύπωση πως οι «Μερέγχες» ξοδεύουν πολλά χρήματα, αλλά από το 2009 η μέση καθαρή δαπάνη του συλλόγου για μεταγραφές (λαμβάνοντας υπόψη τις πωλήσεις και τις μεταγραφές) είναι μόλις 39,1 εκατομμύρια ευρώ τη σεζόν!
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μια νέα στρατηγική που αναπτύχθηκε από τον Πέρεθ και τον γενικό διευθυντή Χοσέ Άγχελ Σάντσεθ άρχισε να διαμορφώνεται, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από δύο βασικούς παράγοντες: την εμφάνιση ισχυρών ευρωπαϊκών αντιπάλων που υποστηρίζονται από τον άπειρο πλούτο της Σαουδικής Αραβίας, όπως η Μάντσεστερ Σίτι και η Παρί Σεν Ζερμέν, και τα πλούτη που έφεραν στους αγγλικούς συλλόγους η ανεξέλεγκτη οικονομική επιτυχία της Premier League. Αυτοί οι παράγοντες εξηγούν επίσης την υποστήριξη της Ρεάλ στο σχέδιο της European Super League.
Η «Βασίλισσα» έπρεπε να συνηθίσει σε μια νέα θέση ως λιγότερο κυρίαρχο μέλος της μεταγραφικής αγοράς. Αντιμέτωπος με την αυξανόμενη δυσκολία της υπογραφής των μεγαλύτερων καθιερωμένων αστέρων του παιχνιδιού (σχεδόν) κάθε καλοκαίρι, ο σύλλογος στράφηκε προς την υπογραφή νεότερων ταλέντων.
Αρκετά μέλη της τωρινής ομάδας της Ρεάλ Μαδρίτης υπέγραψαν με αυτόν τον τρόπο: Φεντερίκο Βαλβέρδε (5 εκατομμύρια ευρώ το 2015), Βινίσιους Τζούνιορ (40 εκατ. ευρώ το 2017), Ροντρίγκο (45 εκατ. ευρώ το 2018), Λούνιν (8,5 εκατομμύρια ευρώ συν μπόνους το 2018), Μπραχίμ Ντίαζ (15 εκατομμύρια ευρώ συν μπόνους το 2019), Έντερ Μιλιτάο(50 εκατομμύρια ευρώ το 2019), Εντουάρντο Καμαβίνγκα (31 εκατομμύρια ευρώ συν μπόνους το 2021). Έντρικ (35 εκατομμύρια ευρώ συν 25 εκατομμύρια ευρώ σε μπόνους το 2022 και Αρντά Γκιουλέρ (20 εκατομμύρια ευρώ συν μπόνους το 2023).
Η Ρεάλ άρχισε επίσης να εργάζεται πολύ πιο προσεκτικά στην αναζήτηση των λεγόμενων «ευκαιριών αγοράς» – όπου οι παίκτες θα μπορούσαν να υπογραφούν με μειωμένη αμοιβή με τα συμβόλαιά τους να λήγουν ή ως ελεύθεροι.
Αυτό μπορεί επίσης να φανεί στην τρέχουσα ομάδα. Ο Τιμπό Κουρτουά έφτασε για 35 εκατομμύρια ευρώ το 2018, ενώ οι Νταβίντ Αλάμπα, Αντόνιο Ρούντιγκερ και Εμπαπέ ήρθαν ως ελεύθεροι το 2021, το 2022 και το 2024 αφού δεν ανανέωσαν με τους συλλόγους τους (Μπάγερν Μονάχου, Τσέλσι και Παρί Σεν Ζερμέν) – με κάθε παίκτη να λαμβάνει ένα πριμ υπογραφής.
Η ομάδα προσλήψεων
Ο Γιούνι Καλαφάτ – ο οποίος έφτασε στη Ρεάλ Μαδρίτης το 2013 και τώρα είναι επικεφαλής σκάουτερ – είναι βασικό πρόσωπο σε αυτή την ιστορία. Το σύνολο των δεξιοτήτων του, το υπόβαθρο και η προσέγγισή του στη δουλειά βοήθησαν την ομάδα να επιτύχει αυτό που ήθελε.
Ο Καλαφάτ, ο οποίος γεννήθηκε στην Ισπανία αλλά πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο Σάο Πάολο, περιγράφεται ως «εμμονικός με το ποδόσφαιρο» από όσους εργάζονται μαζί του και τον γνωρίζουν καλύτερα. Ηγείται ενός εκτεταμένου δικτύου σκάουτερ σε όλο τον κόσμο. Πολλοί από αυτούς προέρχονται από την τηλεόραση, όπου ο Καλαφάτ έκανε για πρώτη φορά όνομα ως δημοσιογράφος και αναλυτής στο πρόγραμμα «Fiebre Maldini», ενώ απέκτησε σημαντικές επαφές στο ποδόσφαιρο. Οι γνώσεις του για το ποδόσφαιρο της Νότιας Αμερικής, ειδικότερα, του κέρδισαν πολλούς θαυμαστές και τελικά του χάρισαν μια θέση σκάουτινγκ στη Ρεάλ. Μεταξύ των πρώτων συστάσεών του ήταν ο Κασεμίρο.
Οι συνεργάτες του Καλαφάτ τον βοηθούν να παρακολουθήσει παιχνίδια απο κάθε γωνιά του πλανήτη και στη συνέχεια να φτιάξει λεπτομερείς αναφορές. Όταν ένας παίκτης θεωρείται ότι είναι ένα «ταλέντο γενιάς», όπως συχνά περιγράφεται μέσα στον σύλλογο, ο Καλαφάτ μεταφέρει την έκθεση στον Χοσέ Άνχελ Σάντσες.
Αυτό γίνεται επίσης όταν ο Καλαφάτ αρχίζει να έρχεται πιο κοντά στον παίκτη και το περιβάλλον του, τόσο στο επαγγελματικό(ατζέντηδες) όσο και προσωπικό (οικογένεια, φίλοι). Αυτό που ανακαλύπτει ο Καλαφάτ βοηθά στην ενημέρωση για την προσωπικότητα του παίκτη και την προσέγγιση του στο ποδόσφαιρο – ένας παράγοντας που μερικές φορές είναι εξίσου σημαντικός με την παρακολούθηση ταλέντων στο γήπεδο ή την ανάλυση των δεδομένων πίσω από αυτό.
Πολλοί παίκτες, μέλη της οικογένειας και ατζέντηδες θεωρούν ότι αυτό είναι ένα στοιχείο διαφοροποίησης, καθώς ο Καλαφάτ ξέρει επίσης πώς να κερδίσει τις καρδιές και τα μυαλά, με στόχο να κρατήσει τη Ρεάλ ένα βήμα μπροστά από τους αντιπάλους της.
Η ομάδα του έχει αποκτήσει τόσο μεγάλο κύρος που τα τελευταία χρόνια ορισμένα μέλη έχουν ενταχθεί σε αντίπαλους συλλόγους, όπως ο Γκονζάλο Νοβίλο( πήγε στη Μπέτις) ή ο Πάουλο Χαβιέρ, που έφυγε για την Άρσεναλ, και οι δύο το 2023. Ο ίδιος ο Καλαφάτ έχει λάβει προτάσεις από διάφορους συλλόγους της Premier League για να πάει και να εργαστεί γι ‘αυτούς.
Στη Ρεάλ, καυχιούνται επίσης για το πώς διαφορετικές ομάδες μιμούνται όλο και περισσότερο τη φόρμουλα τους, προχωρώντας στην απόκτηση νέων ταλέντων από τη Νότια Αμερική, όπως μπορεί να φανεί στις μεταγραφές του Χούλιαν Άλβαρες ή του Κλαούντιο Ετσεβερί από τη Μάντσεστερ Σίτι ή του Άγχελο και του Εστεβάο από την Τσέλσι.
Τα πράγματα σοβαρεύουν όταν ο Σάντσες, γνωστός στη Ρεάλ και στον κόσμο του ποδοσφαίρου ως «JAS», μπαίνει στο προσκήνιο. Ηγείται των διαπραγματεύσεων και ελέγχει την οικονομική πλευρά των πραγμάτων, ενημερώνοντας τακτικά τον Πέρεθ, ο οποίος έχει τον τελευταίο λόγο.
Ωστόσο, ο Πέρεθ συνήθως δεν εμπλέκεται πολύ, εκτός από την περίπτωση του Εμπαπέ, όταν έπαιξε βασικό ρόλο στην επικοινωνία με τον παίκτη στα πρώτα στάδια των διαπραγματεύσεων. Όταν ανταγωνίζονται με πιο ισχυρούς οικονομικά αντιπάλους σε προσφορές συμβολαίων που αποστέλλονται σε παίκτες, ένα άλλο βασικό πλεονέκτημα είναι η προβολή των σχεδίων της Ρεάλ στους παίκτες.
Οι άνθρωποι της ομάδας, καθιστούν σαφές το λεπτομερές αθλητικό σχέδιο που σχεδιάστηκε για αυτούς, δίνοντας παραδείγματα άλλων παικτών που είπαν ναι και κατέληξαν να προχωρήσουν σε άλλο επίπεδο και εξηγούν γιατί δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δημοπρασίες με άλλους συλλόγους.
Ο προπονητής
Ίσως έχετε παρατηρήσει την απουσία ενός σημαντικού ονόματος: Κάρλο Αντσελότι. Στην πραγματικότητα, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που όλοι οι προπονητές στη Ρεάλ είχαν εξουσία λήψης αποφάσεων σχετικά με την πολιτική μεταγραφών. Στην περίπτωση του Ιταλού, ζητείται η γνώμη του και ενημερώνεται για τις κινήσεις, αλλά τίποτα άλλο.
Το καλοκαίρι του 2023, όταν ο Καρίμ Μπενζεμά έφυγε για την Αλ Ιτιχάντ της Σαουδικής Αραβίας, ο Αντσελότι ζήτησε την υπογραφή του Χάρι Κέιν ως αντικαταστάτη, αλλά ο σύλλογος δεν κινήθηκε για τον Άγγλο.
Τον Ιανουάριο του 2024, αντιμέτωπος με μια μάστιγα τραυματισμών στην άμυνα, ο Αντσελότι ζήτησε έναν κεντρικό αμυντικό, αλλά ούτε αυτό συνέβη. Παρά την αποχώρηση του Νάτσο και την αποτυχία της υπογραφής του Γιόρο, αυτό φαίνεται ότι θα επαναληφθεί αυτό το καλοκαίρι.
Είναι σαφές στη «Βασίλισσα», ότι οι προπονητές προχωρούν, αλλά το έργο και η διοίκηση που το εκτελεί παραμένουν. Αυτό που συνέβη με τον Κέπα το 2018 ήταν διδακτικό από αυτή την άποψη.
Η Ρεάλ είχε κάνει μεγάλα βήματα στην προσπάθειά της να τον υπογράψει από την Αθλέτικ Μπιλμπάο τον Ιανουάριο, αλλά ο τότε προπονητής, Ζινεντίν Ζιντάν, απέρριψε το προφίλ του Ισπανού επειδή εμπιστευόταν τον Κέιλορ Νάβας και ήθελε να κρατήσει τον γιο του, Λούκα, στην ομάδα.
Όταν τελείωσε η σεζόν, ο Ζιντάν έφυγε και το διοικητικό συμβούλιο θεώρησε ότι είχε χάσει μια μεγάλη ευκαιρία να υπογράψει τον Κέπα, ο οποίος κατέληξε στην Τσέλσι το καλοκαίρι. Σε κάθε περίπτωση, ο Αντσελότι γνωρίζει ότι έχει μια ομάδα ικανή να γράψει ιστορία. Μετά την κατάκτηση του UEFA Super Cup την περασμένη εβδομάδα, κλήθηκε να συγκρίνει τι έχει τώρα και τι είχε το 2014 όταν κέρδισε το La Decima (το 10ο Champions League / Ευρωπαϊκό Κύπελλο του συλλόγου) και το Copa del Rey.
«Μίλησα γι’ αυτό με το προσωπικό, αλλά είναι πολύ δύσκολο», είπε. «Το 2014, η ομάδα ήταν φανταστική, με τον Κριστιάνο, τον Μπενζεμά και τον Γκάρεθ Μπέιλ, ήταν μια εξαιρετική ομάδα επιθετικά. Αυτό που δεν αλλάζει είναι η ποιότητα της ομάδας μεταξύ 2014 και 10 χρόνια αργότερα».
Σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, λένε ότι ο Αντσελότι έχει διαδραματίσει βασικό ρόλο σε αυτή τη νέα εποχή προσλήψεων, καθώς έχει καταλάβει πολύ καλά τι θέλει να επιτύχει ο σύλλογος και αποδέχεται την έλλειψη μεταγραφών. Αυτό φάνηκε από τη στιγμή που έμοιαζε να επιστρέφει ως προπονητής του συλλόγου το καλοκαίρι του 2021.
Σε μία από τις πρώτες συναντήσεις του με τον Πέρεθ και τον Σάντσες, ο Ιταλός είπε ότι είχε πλήρη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του Βινίσιους. Η ανάπτυξή του είχε σταματήσει κάπως υπό τους προηγούμενους προπονητές. Τρία χρόνια αργότερα, ο Βραζιλιάνος έχει σκοράρει σε δύο τελικούς Champions League και είναι πλέον φαβορί για τη Χρυσή Μπάλα.
Με τον Μπέλιγχαμ, ο Αντσελότι δημιούργησε μια νέα θέση γι ‘αυτόν την περασμένη σεζόν και ο Άγγλος είναι επίσης ένας άλλος υποψήφιος για το σημαντικότερο ατομικό βραβείο του παιχνιδιού.
Υπάρχουν και αποτυχίες, φυσικά. Ο 22χρονος Βραζιλιάνος επιθετικός μέσος, Ρενιέ Ζεσούς, για παράδειγμα, υπέγραψε το 2020 για 30 εκατομμύρια ευρώ και δεν έχει κάνει ακόμη το ντεμπούτο του με την ομάδα, ούτε αναμένεται να το κάνει. Ίσως η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν ο Λούκα Γιόβιτς, ο οποίος υπέγραψε για 60 εκατομμύρια ευρώ εκείνο το μεγάλο καλοκαίρι του 2019, αλλά ποτέ δεν έφτασε κοντά στο να δικαιολογήσει την επένδυση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: The Athletic
Δείτε όλα τα βίντεο της ΑΕΚ και εκατοντάδες ακόμη αθλητικά στιγμιότυπα στο highlights365.gr
Ακολουθήστε το aek365 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις!