Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα θυμήθηκε το πρώτο του πέρασμα από τον Παναθηναϊκό αλλά και την αντίδρασή του όταν έμαθε ότι οι «πράσινοι» τον ήθελαν ξανά.
Παναθηναϊκός και Stoiximan μαζί για τα 3 επόμενα χρόνια! Μάθε περισσότερα
Αποσπάσματα από τα όσα ανέφερε στο «Gazzetta»:
«Αυτός που με πήρε στη Μπόκα ήταν ένας παλιός τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, ο Αλμπέρτο Πολέτι. Αυτός μεσολάβησε. Αυτός με πήγε στην Κολομβία και αυτός με πήγε και στη Μπόκα. Φανταστείτε ότι στην Κολομβία που έμεινα για έξι μήνες, δεν γύρισα πίσω να μαζέψω ούτε τα πράγματά μου.
Η Μπόκα Τζούνιορς μού άλλαξε τη ζωή ποδοσφαιρικά. Ο Πολέτι είχε έναν φίλο δημοσιογράφο που είχε καλές σχέσεις με τον προπονητής της Μπόκα, τον Χουάν Κάρλος Λορένσο, ο οποίος ήταν ο πιο σκληρός προπονητής της Αργεντινής. Πρωταθλητής με την Μπόκα, είχε κάτσει στον πάγκο των Μαγιόρκα, Λάτσιο, Ρόμα, Ρίβερ Πλέιτ, Εθνικής Αργεντινής. Δεν υπήρχε! Εξι χρόνια μαζί του η Μπόκα κέρδισε τα πάντα. Πήγα στο σπίτι του, φορούσε την τραγιάσκα του και μου είπε: “Είσαι καλός ποδοσφαιριστής, αλλά πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ; Ποιον θα βγάλω από την ομάδα για να βάλω εσένα; Εάν θέλεις, του χρόνου θα παίξεις”. Του λέω: “Θα μείνω και θα παίξω φέτος”. Με είπε “τρελό”. Πήγε και μίλησε με το πρόεδρο Αλμπέρτο Χοσέ Αρμάντο, ο οποίο ήταν έμπορος. Στην Κολομβία έπαιρνα 100.000 δολάρια, ο πρόεδρος είπε: “Του δίνουμε 25.000 δολάρια”. Μου είπαν να το σκεφτώ καλά. Αγόρασαν τη μεταγραφή μου 75.000 δολάρια. Τον Ιανουάριο του 1975 ξεκινάει η προετοιμασία. Μέχρι τον Ιούνιο δεν είχα παίξει πουθενά. Με έβαζαν σε ένα ματς, πήγαινα… ψιλοκαλά, έξω ξανά στην Β΄ ομάδα. Μέχρι που έρχεται το Κόπα Λιμπερταδόρες. Είχα καταλάβει τι θέλει, έπαιζα αμυντικός χαφ στη Μπόκα. Μιλάμε δεν περνούσε κανείς! Όποιος περνούσε έπρεπε να φτύσει αίμα. Κι αυτό του άρεσε! Και το 1979 πριν έρθω στον Παναθηναϊκό, ήμουν αρχηγός της Μπόκα. Και όταν έφυγα για τον Παναθηναϊκό, αυτός ο σκληρός τύπος έκλαιγε στην αγκαλιά μου. “Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο”, μου είπε. Με πλήρωσε η Μπόκα τα χρήματα που μου χρωστούσε έξι μήνες. Η ομάδα είχε αρχίσει να έχει οικονομικά προβλήματα. Και στο τελευταίο ματς με τη Σαν Λορέντσο έρχεται ο προπονητής και μου λέει: “Υπάρχουν δύο άνθρωποι από ευρωπαϊκή ομάδα και θέλουν να σου μιλήσουν”. Λέω ποια ομάδα; “Ο Παναθηναϊκός”, μου λένε. Απάντησα “να πάνε να γ…ν”. Σας θυμίζω ότι στον Παναθηναϊκό πρώτη φορά είχα πάει το 1975 για έξι μήνες και δεν μου πλήρωσαν ούτε το εισιτήριο για να γυρίσω πίσω.
Ο Ντε Φαρία, που ήταν και στον ΠΑΣ Γιάννινα μού είπε: “Άλλαξαν τα πράγματα, ανέλαβε μια πλούσια οικογένεια…”. Όταν μίλησα με τη Μπόκα Τζούνιορς είπαν “δεν συζητάμε καν για την πώλησή σου”. Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης έστειλε το “δεξί του χέρι”. Αυτόν τον έστελνε για να κλείσει συμφωνίες, δεν πήγαινε όπου κι όπου.
Ο Γιώργος Μπέης ήταν. Αυτός λοιπόν άκουσε τον πρόεδρο της Μπόκα να λέει ότι δεν με πουλάνε. Όμως ο πρόεδρος της Μπόκα που ασχολούνταν με το εμπόριο είχε μάθει ότι θα άνοιγαν οι αγορές στο χώρο του αυτοκινήτου από την Ιαπωνία. Έτσι, έβαλε να μάθει ποιος είναι αυτός από την Ελλάδα που θέλει να με πάρει. Ο Μπέης έμενε στο “Sheraton”. Τότε άνθρωπος του προέδρου της Μπόκα πήγε στο ξενοδοχείο, έδωσε χαρτζιλίκι στον υπάλληλο στη ρεσεψιόν κι έμαθε ότι αυτός που με ήθελε είχε τη Motor Oil και ότι πληρώνει μέσω Αμερικής σε δολάρια. Έτσι, έστειλε μια λιμουζίνα και είπαν: “Ελάτε να συζητήσουμε”. Ο πρόεδρος της Μπόκα ρώτησε: “Καράβια έχετε”; Κι απαντάει ο Μπέης: “Ναι, 64 καράβια, τα 40 είναι εμπορικά και τα 24 τάνκερ”. Και η συμφωνία που έκαναν ήταν να μεταφέρουν τα Mitsubishi από την Ιαπωνία στο Μπουένος Άιρες. Ο πρόεδρος της Μπόκα Τζούνιορς, εκτός από τα 2.500.000 δολάρια που πήρε από τη μεταγραφή μου, εξασφάλισε κι αυτήν την συμφωνία για τη μεταφορά των αυτοκινήτων.
Δεν το πίστευε! Μου είπε: “Κάθε δέκα χρόνια να μου έρχεται ένας σαν εσένα”. Γιατί δεν έπαιξα, δεν έπαιρνα πολλά λεφτά και έφυγα αφήνοντας τόσα χρήματα. Ήρθε και με είδε μετά στην Ελλάδα. Έμεινε στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Βέβαια, τον έφερε η οικογένεια Βαρδινογιάννη, αλλά είδε κι εμένα. Ήταν φοβερό. Γι’ αυτό λέω ότι άλλαξε η ζωή μου».
Το 1975 ποιος σας είχε δει όμως;
«Ο Ντε Φαρία είχε πάει να δει έναν άλλον παίκτη, αλλά προέκυψα εγώ και είπε: “Αυτός είναι”».
Πείτε μας για την πρώτη εμπειρία στην Ελλάδα το 1975.
«Ε, ήταν όλα χάλια τότε. Μαρτύριο. Ο Παναθηναϊκός τότε δεν είχε τίποτα».
Ποιος ήταν πρόεδρος τότε;
«Ο Μαντζαβελάκης και ο πατέρας του Μαλακατέ που είναι τώρα πρόεδρος του Ερασιτέχνη, ήταν καλός τύπος. Τα μέλη ήταν 12 τότε και τελικά δεν έγινε η μεταγραφή».
Τι θυμάστε όμως πιο χαρακτηριστικά από εκείνη την κακή περίοδο;
«Ήταν κακή… καλή! Για ποιον λόγο μετά να ήθελα εγώ να έρθω; Εγώ ήθελα να μείνω όταν είχα έρθει. Θυμάμαι το 1975 ότι είχαμε πάει για προετοιμασία σε ένα μέρος στην Σλοβενία που λέγεται Βελένια, είναι στα σύνορα με την Αυστρία και δεν είχαν λεφτά για το αεροπλάνο και πήγαμε με αυτοκίνητα. Περάσαμε μέσα από τη Γιουγκοσλαβία οδικώς. Έυχε να έρθει μετά η οικογένεια αυτή και να τα αλλάξει όλα».
Όταν φύγατε την πρώτη φορά από την Ελλάδα, είπατε «θα ξαναγυρίσω»;
«Όχι, ούτε που το σκεφτόμουν πια. Μα είχαν περάσει και τέσσερα χρόνια από τότε… Κι όμως ήρθε μια μέρα που… επέστρεψα και είμαι εδώ 42 χρόνια! Ξέρετε, στο μαγαζί που πήγαμε εδώ στην Κατερίνη να φάμε, πάνε όλες οι ομάδες και τρώνε εκεί. Ήρθε και μου είπε ο μαγαζάτορας έχουν έρθει 15-20 άτομα να σε χαιρετήσουν. Και εκεί είπα: “Κοίτα έχω αφήσει κάτι”. Παιδιά με τη φανέλα του Ολυμπιακού».
Σας εκτιμούν όλοι.
«Εγώ μιλάω σήμερα όπως όταν ήμουν παιδάκι στη γειτονιά μου δεν έχει αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά μου».
Διαβάστε ακόμη…