Ο Κώστας Τσαρτσαρής μίλησε για την καριέρα του στον Παναθηναϊκό, την συνεργασία του με τον Ομπράντοβιτς, την στάση που είχαν μαζί με τον Διαμαντίδη παρά τις επιτυχίες αλλά και την απόφασή του να μείνει στον Σύλλογο το 2013.
Αποσπάσματα από τα όσα ανέφερε στο «Gazzetta»:
Στην περίπτωση της μετεγγραφής σου στον Παναθηναϊκό συνέβη λίγο-πολύ το ίδιο που έγινε και με το Περιστέρι, όταν έφυγες από τη Νήαρ-Ηστ. Κοινώς πήγες στην ομάδα που σε κέρδισε στα playoffs και την επόμενη χρονιά έγινε τεράστια μάχη στα ημιτελικά της postseason…
«Είχαν προκύψει πολλές συγκυρίες τότε και θυμάμαι ότι συναισθηματικά είχα πιεστεί αρκετά όταν έπρεπε να αντιμετωπίσουμε ένα τόσο δυνατό Περιστέρι. Καλώς ή κακώς στα δυτικά προάστια πέρασα τρία εξαιρετικά χρόνια, ανδρώθηκα σαν παίκτης, κλήθηκα στην Εθνική ανδρών κι έφτασα στο επίπεδο να μπω στο στόχαστρο των πρωταθλητών Ευρώπης. Δεν ήταν εύκολο να γυρίσω μεμιάς τον διακόπτη, να πάω στο κλειστό της οδού Τζον Κένεντι και να παίξω ένα ματς σαν όλα τα άλλα. Πέραν των πρώην συμπαικτών μου, πολλοί φίλοι μου ήταν στην κερκίδα σαν αντίπαλοι! Από την άλλη πλευρά, βέβαια, έπαιζα για το πρώτο μου πρωτάθλημα και διακυβεύονταν η υστεροφημία μου. Αν έφυγα από το Περιστέρι και πήγα στον Παναθηναϊκό, σίγουρα το έκανα και για να διεκδικήσω με μεγαλύτερη συνέπεια τίτλους στην Ελλάδα και την Ευρώπη».
Κι από τον Πεδουλάκη πήγες στον Ομπράντοβιτς…
«Το πρώτο πράγμα που έχω να πω για τον “Ζοτς” είναι ότι αποτελεί την επιτομή του ακριβοδίκαιου προπονητή. Αυτό δεν το βγάζω από το μυαλό μου. Θα αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο από τον πιτσιρικά μέχρι την μεγαλύτερη φίρμα! Αυτή η έλλειψη διακρίσεων στους παίκτες, θα τον καθορίζει για πάντα στα μάτια μου! Τώρα όσον αφορά στην προπόνηση, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, ήταν ίσως η πιο σκληρή στην καριέρα μου».
Δηλαδή;
«Θυμάμαι όταν είχα υπογράψει στον Παναθηναϊκό κι ετοιμαζόμουν να μπω για πρώτη φορά στην προπόνηση, με είχε πιάσει ο Ιτούδης και μου είχε πει ότι “όταν θα αρχίζει το πρόγραμμα, θέλω να είσαι ήδη έτοιμος! Αυτό σημαίνει ότι θα έρχεσαι νωρίτερα και θα κάνεις ζέσταμα, διατάσεις και σουτ, έτσι ώστε να κερδίζουμε ολόκληρο το δίωρο!”. Δεν σου κρύβω ότι αρχικά μου φάνηκε λίγο υπερβολικός. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο, όμως, από το πρώτο λεπτό πήγαμε στα “κόκκινα” και μου κακοφάνηκε, τότε κατάλαβα. Μου πήρε λίγο χρόνο να προσαρμοστώ σε όλη αυτή την αλλαγή και στους πολύ υψηλούς τόνους που υπήρχαν, αλλά τα κατάφερα…».
Καψώνια είχε το πρόγραμμα;
«Από την πρώτη προπόνηση της προετοιμασίας στην Σερβία. Έκανα το λάθος να βγω χαλαρά στο “head out” και στο καπάκι ο Ομπράντοβιτς σταμάτησε την προπόνηση και άρχισε τον εξάψαλμο! Αυτό ήταν το “ψάρωμα” του καινούριου και το έζησα όλα τα επόμενα χρόνια με τον κάθε νεοαποκτηθέντα που ερχόταν. Ακούγονταν τα κλασσικά “αγόρι μου εδώ είμαστε ομάδα που διεκδικεί την Euroleague, έχεις καταλάβει που έχεις έρθει” κλπ, σε πολύ υψηλή ένταση και με αρκετά “πιτς κουμάτερι” μαζί (γέλια!!!)…».
Πως το πήρες;
«Μαζεύτηκα στην φωλιά μου και προσπάθησα να μην δίνω δικαιώματα! Την πρώτη χρονιά δεν έπαιζα πολύ και παρ’ ότι δεν μου άρεσε, δεν το έβγαζα για να μην προκαλέσω. Από την δεύτερη χρονιά και μετά, απέκτησα την εμπιστοσύνη του και με την πάροδο του χρόνου συνεννοούμασταν με κλειστά μάτια».
Καλύτερη και χειρότερη στιγμή με τον “Ζοτς”;
«Θα σου πω κάτι εξωαγωνιστικό. Θυμάμαι ότι είμαστε ένα καλοκαίρι στο Ζλάτιμπορ για προετοιμασία κι επειδή ένιωθα ενοχλήσεις στο πόδι, δεν μπήκα στην προπόνηση και κάθισα στον πάγκο δίπλα του. Εκεί που καθόμασταν, λοιπόν και βλέπαμε το διπλό, εντελώς ξαφνικά μου ανοίχτηκε και άρχισε να μου διηγείται πως έγινε προπονητής. Πως έγινε η μετάβασή του από τον παίκτη στον coach, τα σεμινάρια που παρακολούθησε με τον “professor” Άτσα Νίκολιτς, πόσο δύσκολη ήταν η πρώτη προπόνηση, πως προετοιμάστηκε ψυχολογικά για την επόμενη μέρα και την σχέση με τους πρώην συμπαίκτες του, που πια θα ήταν παίκτες του… Ήταν μία πολύ εντυπωσιακή ιστορία και συνάμα εξαιρετικά διδακτική για μένα και μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε όλη αυτή την αλλαγή, χωρίς να αφήνει καμία λεπτομέρεια στην τύχη. Ήταν η πρώτη φορά που μου ανοίχτηκε για κάτι τόσο σημαντικό και σοβαρό, γιατί μέχρι τότε είχαμε τις οδηγίες, τις φωνές και τις πλάκες εντός γηπέδου, αλλά πάντα με κάποια συγκεκριμένα όρια».
Η άσχημη στιγμή;
«Μετά από κάθε ήττα! Γενικά τις ήττες τις παίρναμε πολύ στα σοβαρά στον Παναθηναϊκό. Τι σήμαινε αυτό; Ατελείωτες ώρες στο video με ανάλυση των λαθών και διαρκή επανάληψη και στη συνέχεια εφαρμογή των διορθώσεων που έπρεπε να γίνουν μέσα στο γήπεδο. Όλο αυτό σε έφτανε κάποια στιγμή στα όριά σου και ουσιαστικά σε οδηγούσε να περιορίζεις τα λάθη, με γνώμονα και το κοινό καλό αλλά και την αποφυγή των “μαρτυρίων”…».
Δεν μπορείς να απομονώσεις κάποια;
«Μία ήττα από την Ολίμπια Λάρισας στο πρωτάθλημα. Επιστρέψαμε αργά το βράδυ στην Αθήνα με το πούλμαν και μας έδωσε ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί της επομένης στο γήπεδο για την γνωστή διαδικασία. Τρίωρο video και μετά δύο ώρες προπόνηση. Μας είχε κάτσει βαρύ αυτό… Θα μου πεις δεν βάραγες και γκασμά, άλλοι πάνε στο εργοστάσιο στις 6 το πρωί, δεν το συζητάμε… Απλά κάθε αθλητής έχει υπέρμετρο εγωισμό. Κι όταν σου χτυπάει αυτή την ευαίσθητη χορδή και σου λέει δεν έκανες το ένα και το άλλο, αισθάνεσαι άβολα. Αυτό ήταν το αγκάθι που έπρεπε να σπάσουμε όλοι μέσα μας και να συνεχίσουμε…».
Εγώ θυμάμαι εκείνη την τεχνητή κρίση που είχε δημιουργήσει στο εντός έδρας ματς με την Πρόκομ, τον Ιανουάριο του 2009, λίγους μήνες πριν κατακτήσετε την Euroleague στο Final 4 του Βερολίνου…
«Πολλοί τα έκαναν αυτά! Περισσότερο βέβαια, η σχολή των Σέρβων. Και ο “Ντούντα” τα έκανε και ο Ιβάνοβιτς και φυσικά ο “Ζοτς”…».
Θυμάμαι ότι ήσουν στην πεντάδα (μαζί με Σπανούλη, Χατζηβρέττα, Περπέρογλου και Μπατίστ) που αντικατέστησε στο 5ο λεπτό της αναμέτρησης μετά από 4 λάθη και το σκορ στο 3-5 υπέρ των Πολωνών…
«Είχε δει ότι η ομάδα δεν ήταν σε “καλό φεγγάρι” και ίσως να έρχονταν κρίσιμα παιχνίδια και ήθελε να προκαλέσει ένα “ηλεκτροσόκ”. Έκρινε τότε ότι έπρεπε να το κάνει με σκληρό τρόπο. Θυμάμαι ότι είχα βγάλει μία καλή άμυνα και είχα βάλει κι ένα τρίποντο, οπότε όταν τον είδα να σηκώνει παίκτες από τον πάγκο για αλλαγές, είχα μία ελπίδα ότι εγώ θα την γλιτώσω. Αλλά ούτε για αστείο… Με είχε πειράξει τότε, αλλά εκ των υστέρων κατάλαβα ότι είχε πετύχει τον στόχο του».
Ήμουν παρών σε εκείνη την αλησμόνητη συνέντευξη Τύπου με το αδιανόητο ξέσπασμα που είχε κάνει μετά από νικηφόρο ματς 22 πόντων. Τα είχατε ακούσει και στα αποδυτήρια νωρίτερα;
«Απ’ ότι θυμάμαι ναι! Χωρίς ονόματα και διευθύνσεις, όμως! Αυτό έγινε την επόμενη μέρα στο meeting πριν την προπόνηση. Κι αυτή ήταν μία δύσκολη στιγμή. Όμως υπάρχουν κι ακόμη δυσκολότερες, οι οποίες δεν είναι για να δημοσιοποιούνται…».
Θα σε πάω στα καλύτερα τώρα. Πρώτο Final 4 της καριέρας σου στη Μόσχα (2005). Ποια εικόνα σου έχει μείνει;
«Θυμάμαι ότι πήγαμε με φιλοδοξίες και όχι για την συμμετοχή. Αντικειμενικά, όμως, δεν είχαμε την καλύτερη ομάδα. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι για αρκετά από τα παιδιά της ομάδας, ήταν η πρώτη φορά σε Final 4 και αποτέλεσε τεράστια εμπειρία. Εκεί πιστεύω ότι μαζέψαμε πολλές παραστάσεις, τις οποίες αξιοποιήσαμε στις επόμενες τρεις συμμετοχές μας, που συνοδεύτηκαν με την κατάκτηση του τροπαίου».
Ρίχνοντας μία προσεκτική ματιά στην δική σου αγωνιστική παρουσία, τα Final 4 δεν ήταν τα τυχερά σου…
«Σωστό είναι αυτό! Άλλοτε ήμουν άτυχος και άπειρος και άλλοτε δεν μου βγήκαν τα παιχνίδια».
Από την διοργάνωση του 2007 στην Αθήνα, τι θυμάσαι;
«Τον αγώνα δρόμου που έκανα για να προλάβω τους αγώνες, μετά το λουμπάγκο που έπαθα λίγες μέρες πριν το Final 4. Θυμάμαι ότι άρχισα να νιώθω ένα σφίξιμο στην μέση μου και το είπα στον φυσιοθεραπευτή μας, τον Άκη Παναγιωταρά. Βγήκα από την προπόνηση και παρ’ ότι με περιποιήθηκε, μετά από λίγη ώρα δεν μπορούσα να κουνηθώ. Η ακτινογραφία έδειξε λουμπάγκο και ξεκινήσαμε εντατικές θεραπείες, τρεις φορές την μέρα. Μέχρι και βελονιστή χρησιμοποιήσαμε, μπας και βελτιωθεί η κατάσταση. Ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση, τότε και βασικό γρανάζι της ομάδας. Τελικά κατάφερα να παίξω έστω και λίγο, αλλά δεν ήμουν σε θέση να βοηθήσω ουσιαστικά. Η ουσία είναι ότι εκπληρώσαμε τον στόχο μας, γιατί εκείνη η ομάδα είχε φτιαχτεί για να το πάρει, σε ένα πολύ ανταγωνιστικό Final 4 και εν μέσω τρομερής πίεσης αλλά και μίας εκπληκτικής ατμόσφαιρας στο γήπεδο».
Πάμε στο 2009 στο Βερολίνο. Πολλοί λένε ότι εκείνη ήταν η καλύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού όλων των εποχών…
«Δεν θα διαφωνήσω. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τις δύο προηγούμενες ομάδες, εκείνη τη σεζόν η ομάδα δεν είχε το παραμικρό ψεγάδι! Αν πριν από δύο χρόνια είχαμε μεγάλη πίεση, επειδή το Final 4 γινόταν στην Αθήνα, στο Βερολίνο όλα ήταν εις διπλούν λόγω της μάχης με τον Ολυμπιακό. Ο Παναθηναϊκός είχε χάσει στους δύο προηγούμενους “εμφύλιους” ημιτελικούς σε Τελ Αβίβ και Σαραγόσα, οπότε δεν ήθελε με τίποτε να τριτώσει το κακό. Θυμάμαι ότι όλο το προηγούμενο διάστημα πριν ταξιδέψουμε στην Γερμανία, δεν μπορούσαμε με τίποτε να χαλαρώσουμε. Είτε στην προπόνηση με το staff, είτε στα αποδυτήρια μεταξύ μας, είτε στον δρόμο με τους απλούς φιλάθλους, όλα γύριζαν γύρω από αυτό το παιχνίδι. Ηρεμία… μηδέν».
Πως το αντιμετωπίσατε;
«Προσπαθούσαμε να μένουμε συνεχώς σε κλειστό οικογενειακό κύκλο για να μην έχουμε αντιπερισπασμούς, δουλέψαμε πολύ σκληρά στο γήπεδο και πήγαμε στο Βερολίνο πανέτοιμοι. Πήγε πολύ καλά ο ημιτελικός και μας έφυγε ένα μεγάλο άγχος, αλλά επειδή ήμασταν πολύ έμπειροι διαχειριστήκαμε σωστά την πρόκριση και δεν επαναπαυτήκαμε. Όλοι ξέραμε ότι είχε τελειώσει απλά το πρώτο ημίχρονο και το δεύτερο θα ήταν πολύ πιο κρίσιμο».
Όπως και αποδείχτηκε στην πράξη, όταν το +23 στο ξεκίνημα του 2ου μέρους έγινε στο +1, λίγο πριν το τέλος του τελικού…
«Αυτό το συναισθηματικό roller coaster από το πρώτο στο δεύτερο ημίχρονο και μέχρι το άστοχο τρίποντο του Σισκάουσκας στην εκπνοή ήταν από τις πιο δραματικές στιγμές που βίωσα ποτέ μέσα στο γήπεδο και ευτυχώς που είχε ευτυχή κατάληξη».
Το Final 4 της Βαρκελώνης (2011) έχει μείνει στην μνήμη πολλών ως ο τελευταίος χορός της “Διαμαντιάδας” σε επίπεδο καθολικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας…
«Ούτε να το συζητάς! Ο Δημήτρης εκείνη την χρονιά ήταν απερίγραπτος! Και ποια δεν ήταν βέβαια, αλλά ειδικά το 2011 τα είχε σηκώσει όλα! Πήρε την ομάδα επ’ ώμου και την οδηγήσε εκ του ασφαλούς σε όλα τα δύσκολα. Κατ’ εμέ, το τρόπαιο το πήραμε από την στιγμή που πετάξαμε εκτός Final 4 την Μπαρτσελόνα στην φάση των playoffs. Μπορεί να επαναλαμβάναμε συνεχώς προς τα έξω ότι βλέπαμε τους εαυτούς μας ως “αουτσάιντερ”, αλλά βλέποντας ότι οι αντίπαλοι δεν ήταν τα “μεγαθήρια” του 2007 και του 2009, νιώθαμε μία συγκρατημένη σιγουριά την οποία βέβαια, επιβεβαιώσαμε και μέσα στο γήπεδο».
Και κλείνουμε με το Final 4 της επόμενης χρονιάς (2012) στην Πόλη, όπου δεν καταφέρατε να υπερασπιστείτε το στέμμα σας…
«Μεγάλη πίκρα μου έχει μείνει από εκείνους τους αγώνες! Γιατί πήγαμε με υψηλές βλέψεις και πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Είχαμε κάνει μία καλή πορεία, αποκλείσαμε την Μακάμπι που είχε φορμαριστεί στα playoffs και θεωρούσαμε ότι θα φτάναμε τουλάχιστον μέχρι τον τελικό. Είχαμε ξεκινήσει καλά τον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ, αλλά στην πορεία για πολλούς και διάφορους λόγους το ματς “στράβωσε” στην πορεία».
Η πίκρα ήταν μεγάλη μόνο για τον αποκλεισμό από την ΤΣΣΚΑ και τον τρόπο με τον οποίο προήλθε ή και για το γεγονός ότι το τρόπαιο κατέληξε στα χέρια του Ολυμπιακού; Σε ρωτάω γιατί στην Ελλάδα, έχουμε μάθει – κακώς κατά την άποψή μου – να “γιγαντώνουμε” ή να μετριάζουμε την πίκρα μας και αντίστοιχα την χαρά μας, όταν ο μεγάλος μας αντίπαλος κερδίζει ή χάνει. Ανεξάρτητα με το τι έχει κάνει η δική μας ομάδα…
«Δε νομίζω! Τους οπαδούς προφανώς και τους πείραξε διπλά! Δεν θα σου πω ότι δεν μας ενόχλησε, όπως πιστεύω ότι θα ενόχλησε και τους παίκτες του Ολυμπιακού στο Βερολίνο. Είναι λογικό! Όταν έχεις στόχο να φτάσεις στο ψηλότερο σκαλί και ξαφνικά – ενώ εσύ αποτυγχάνεις – βλέπεις εκεί τον μεγάλο σου αντίπαλο, δεν είναι εύκολο συναίσθημα. Προσωπικά, πολύ βαθιά μέσα μου χάρηκα για τον Βασίλη (σ.σ.: Σπανούλη), τον Γιώργο (σ.σ.: Πρίντεζη), τον Κώστα (σ.σ.: Παπανικολάου) και τους υπόλοιπους Έλληνες του Ολυμπιακού με τους οποίους ήμασταν χρόνια συμπαίκτες στην Εθνική ομάδα, ταυτόχρονα, όμως, υπήρχε και μεγάλη στενοχώρια! Ίσως και ζήλια! Δεν μου φαίνεται παράλογο… Ίσα-ίσα που το βρίσκω ανθρώπινο…».
Συμφωνώ, από την στιγμή που μέσω της κατάκτησης του ευρωπαϊκού τίτλου, ο μεγάλος σας αντίπαλος δυνάμωσε πολύ στο ψυχολογικό κομμάτι, ενόψει και της μάχης του ελληνικού πρωταθλήματος που ακολούθησε…
«Αυτό ακριβώς! Και εκείνη την χρονιά ο Ολυμπιακός θεωρούνταν, ευθύς εξαρχής, υποδεέστερος του Παναθηναϊκού. Με τις αλλαγές που έκαναν με τον Ντόρσεϊ και τον Λο και τους βγήκαν, έγινε το απαραίτητο “κλικ”, παντρεύτηκε ιδανικά η εμπειρία του Σπανούλη, του Πρίντεζη και του Άντιτς με τα νεότερα παιδιά και στην πορεία μετατράπηκαν σε μία πολύ καλή ομάδα, που είχε και συνέχεια τα επόμενα χρόνια. Αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε…».
Σε φόβισε η επόμενη μέρα της ομάδας μετά τα πλέον επιτυχημένα 13 χρόνια (1999-2012) της ιστορίας της;
«Η αλήθεια είναι ότι στο άκουσμα της είδησης με κυρίευσαν ανάμικτα συναισθήματα. Στην αρχή αγχώθηκα, όταν, όμως, έμαθα ποιος προπονητής θα τον διαδεχόταν, ένιωσα καλύτερα γιατί είχε παίξει μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου και ήξερα πολύ καλά τι να περιμένω».
Έπαιξε ρόλο η παρουσία του Πεδουλάκη στην απόφασή σου;
«Σίγουρα έπαιξε! Ωστόσο, είχα αποφασίσει ότι θα έπαιζα άλλον έναν χρόνο και θα σταματούσα. Είχα αισθανθεί ότι ερχόταν το τέλος και το προετοίμαζα… Οπότε, οι αλλαγές στην δύση της καριέρας του κάθε αθλητή δεν είναι και ό,τι καλύτερο…».
Νωρίς σταμάτησες… Έτσι όπως σε βλέπω, παρά τα 43 σου, φέτος στεκόσουν σε υψηλό επίπεδο και άνετα στην Α1 Κατηγορία…
«(γέλια!!!)… Τριαντά τεσσάρων χρονών ήμουν όταν έβαλα τους τίτλους τέλους! Δεν ήμουν ούτε μικρός, ούτε πολύ μεγάλος! Αλλά όταν είσαι 11 χρόνια στον Παναθηναϊκό και παίζεις συνεχώς στο φουλ της έντασης και της πίεσης, κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Οι απαιτήσεις του πρωταθλητισμού προκαλούν μία προοδευτική φθορά. Είμαστε με τον Διαμαντίδη δωμάτιο και αντί να κοιμόμαστε ήσυχα και ωραία, έχοντας κατακτήσει αρκετούς τίτλους και χωρίς να πρέπει να αποδείξουμε κάτι σε κανέναν, είμαστε συνέχεια ξάγρυπνοι με το μάτι γαρίδα σαν τους βρυκόλακες! Από το άγχος, δεν μπορούσαμε να ηρεμήσουμε. Κάποια στιγμή, όμως, λες “Τι διάολο γίνεται; Πως ζω έτσι;”, νιώθεις ότι το στομάχι δεν αντέχει άλλο, παράλληλα αισθάνεσαι ότι οι σωματικές αντοχές έχουν πάρει τον κατήφορο, βλέπεις νέα παιδιά που βγαίνουν να σε κοντράρουν, οπότε επειδή δεν είσαι στα καλύτερά σου και δεν θέλεις να σε λυπάται ο κόσμος, φτάνει η στιγμή της απόφασης…».
Υποθέτω ότι παρ’ αυτά, είναι μία πολύ δύσκολη απόφαση, γιατί οι περισσότεροι αθλητές δεν έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για την μετάβαση στην ζωή, μετά την επαγγελματική διαδρομή…
«Πάρα πολύ γιατί σχεδόν κανένας δεν έχει δημιουργήσει τίποτε! Ξυπνάς ένα πρωί και δεν έχεις καθημερινότητα και το χειρότερο είναι ότι για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, λειτουργείς σαν να είσαι αθλητής. Έχεις τα ίδια ωράρια, όταν αρχίζουν τα παιχνίδια σου βγαίνει ενδόμυχα ένα άγχος… Το ζούσα αυτό πολύ έντονα. Όποτε έβλεπα παιχνίδια, στα τελευταία λεπτά σηκωνόμουν όρθιος. Δύο ώρες πριν το τζάμπολ, ήξερα ότι οι παίκτες τώρα θα ξεκινούν από το σπίτι τους για να πάνε να δεθούν, να κάνουν το ζέσταμα, να νιώθουν το παρκέ να τρίζει από τις ιαχές των φιλάθλων, όλα αυτά έκαναν καιρό να μου φύγουν. Δεν ήξερα πως δύει ο ήλιος τα απογεύματα. Στο διάστημα από τις 4 έως τις 9, βρισκόμουν σχεδόν πάντα στο γήπεδο. Μετά ήμουν στο σπίτι με ανοιχτή την τηλεόραση και καθώς έβλεπα από το παράθυρο την δύση του ηλίου, συνειδητοποιούσα πόσο πρωτόγνωρη ήταν αυτή η εικόνα…».
Όλες οι μεταγραφές του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου… παίζουν στο SportJournal.gr!
Διαβάστε ακόμη…