Ο Ρόμπερτ Γιάρνι θυμήθηκε την παρουσία του στον Παναθηναϊκό, αναφέρθηκε στα αποδυτήρια της ομάδας και παραδέχτηκε πως θα ήταν «ανοιχτός» στο να γυρίσει στην ομάδα ως προπονητής.
Ακολουθήστε το «Όλα Πράσινα» στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις του Παναθηναϊκού!
Αποσπάσματα από τα όσα ανέφερε στο «Gazzetta»:
Η μεταγραφή σου στον Παναθηναϊκό ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2002, αλλά με βάση τα ρεπορτάζ της εποχής, το όνομά σου απασχόλησε την ομάδα κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998. Ενδιαφέρθηκε πράγματι ο Παναθηναϊκός εκείνο το διάστημα να σας αποκτήσει;
«Νομίζω ναι, θυμάμαι ότι υπήρχε κάτι, αλλά δεν φτάσαμε να καθίσουμε στο τραπέζι να μιλήσουμε. Ενδιαφέρθηκε ο Παναθηναϊκός, αλλά δεν φτάσαμε εκεί, δεν υπήρχε συνάντηση».
Μερικούς μήνες πριν από το τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο στο οποίο συμμετείχες με την εθνική Κροατίας υπέγραψες τελικά στον Παναθηναϊκό. Τι αναμνήσεις έχεις από τη θητεία σου στην Ελλάδα;
«Ήταν το 2002, πριν από το Μουντιάλ. Ήταν εύκολο να προσαρμοστώ γιατί υπήρχαν ήδη δύο Κροάτες στον Παναθηναϊκό, ο Σάριτς και ο Βλάοβιτς. Με βοήθησαν να μπω στο κλίμα. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι είχαμε καλή ομάδα. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, δεν ήταν αντίστοιχα της ποιότητας της ομάδας. Δεν ξέρω τι συνέβη. Στα αποδυτήρια των άλλων ομάδων που είχα περάσει υπήρχε μεγαλύτερο το αίσθημα της φιλίας, εκείνα στον Παναθηναϊκό, εκείνη την περίοδο, ήταν παράξενα. Κάτι έλειπε. Νομίζω ότι αυτό ήταν κάτι στο οποίο θα μπορούσαμε να τα πάμε καλύτερα. Θεωρώ ότι αυτό ήταν ένα ζήτημα του προπονητή, εκείνος πρέπει να το λύσει.
Αυτά τα θέματα εξαρτώνται πάντα από τον προπονητή, αυτός πρέπει να μεταδώσει αυτήν την αίσθηση. Όταν κάτι δεν πάει καλά στα αποδυτήρια, έχεις δύο ή τρία γκρουπ διαφορετικά. Αυτό είναι πρόβλημα. Εκεί δεν υπήρχαν δύο ή τρία γκρουπ, αλλά υπήρχαν παίκτες που δεν τα πήγαιναν καλά με άλλους. Όταν υπάρχει μια τέτοια κατάσταση, αυτό αποτυπώνεται στο ποδόσφαιρο, στα παιχνίδια. Κάποιος που ξέρει από ποδόσφαιρο ή έχει παίξει, το προσέχει ότι κάτι δεν πάει καλά στο γήπεδο. Κάτι έλειπε. Ξαναλέω, όμως, ήταν θέμα του προπονητή, εκείνος είναι υπεύθυνος. Πέρασα όμως καλά, γνώρισα την Αθήνα η οποία μου άρεσε πολύ. Χάρη στον Σάριτς και τον Βλάοβιτς ένιωσα καλά».
Όταν έφτασες στο αεροδρόμιο, διάβασα σε περίμενε ο Μάριο Μπόνιτς…
«Ναι, τον Μάριο τον ήξερα πολλά χρόνια. Όταν έφυγα από το Ντουμπρόβνικ για την Αθήνα ήταν εκεί, μαζί με τον Βέλιμιρ Ζάετς, γνώριζε τη γλώσσα και με βοήθησε σε πολλά πράγματα».
Ποιος ήταν ο ατζέντης σου εκείνη την περίοδο;
«Δεν είχα ατζέντη».
Τι σκέφτηκες όταν προέκυψε η πρόταση του Παναθηναϊκού;
«Δεν σκέφτηκα πολλά. Ο Παναθηναϊκός είναι μέχρι και σήμερα μία από τις μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες. Ξέρω ότι υπάρχει μεγάλη αντιπαλότητα με τον Ολυμπιακό, είναι περίπου κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει με τη Μπέτις και τη Σεβίλλη. Ο Παναθηναϊκός έχει μεγάλη ιστορία. Φτάσαμε σε συμφωνία πολύ γρήγορα και δεν είχαμε προβλήματα στις διαπραγματεύσεις».
Πώς ήταν οι χαρακτήρες των υπόλοιπων παικτών του Παναθηναϊκού; Τι θυμάσαι;
«Υπήρχαν 3-4 παίκτες με ισχυρή προσωπικότητα, αλλά κάτι δεν μου ταίριαζε όπως σου είπα. Ήμασταν στο 80%, δεν ήταν το ίδιο όπως με την Κροατία του 1988. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Όταν έχεις τα αποδυτήρια ενωμένα, δεν έχεις πρόβλημα. Θα σου πω μια ιστορία: Στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1998, όταν φτάσαμε εκεί, ήμασταν μια γενιά που μεγάλωνε μαζί επί μια δεκαετία. Γνωριζόμασταν από μικροί: Από την Κ16, την Κ18, την Κ20, μέχρι να φτάσουμε στο ανδρικό επίπεδο. Όταν το 1998 πήγαμε για προετοιμασία στην Ίστρα, από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία που τελείωσε το Μουντιάλ, ήμασταν μαζί 55 μέρες. Κανείς δεν πέταξε άσχημη κουβέντα για κάποιον άλλον. Ποτέ. Για 55 μέρες. Όταν πας για προετοιμασία με μια ομάδα για 15 μέρες, πάντα θα υπάρχουν παρεξηγήσεις, πάντα κάποιος θα πει κάτι.
Για 55 μέρες χωρίς να πει κάποιος άσχημη λέξη για κάποιον άλλον. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Πριν το ματς με τη Γερμανία, εμείς οι ποδοσφαιριστές περιμέναμε να πάρουμε τα εισιτήρια που είχαμε ζητήσει. Οι έντεκα βασικοί πήραν στο 100% τα εισιτήρια που ζήτησαν, ενώ για τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής αυτό μειώθηκε στο 50%. Τότε σηκώθηκαν ο Σούκερ, ο Μπόμπαν, ο Στίματς, οι μεγαλύτεροι, και έδωσαν πίσω τα εισιτήρια στον Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς, τον προπονητή μας. Τους είπαν ότι δεν γίνεται οι 11 βασικοί να πάρουν όλα τα εισιτήρια και οι υπόλοιποι τα μισά. Ότι δεν μπορεί να γίνει έτσι. Ο Μπλάζεβιτς έλυσε το θέμα και πήραμε όλοι όλα τα εισιτήρια που είχαμε ζητήσει».
Θεωρείς ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα του Παναθηναϊκού, λόγω του οποίου δεν κατάφερε να κατακτήσει το πρωτάθλημα τη σεζόν 2001-2002;
«Μπορεί. Αλλά σου είπα ότι είναι θέματα που πρέπει να τα λύσει ο προπονητής, να μιλήσει με αυτούς που κάνουν αυτά τα πράγματα. Και όταν τα ξεκαθαρίζεις, δεν υπάρχει πρόβλημα. Όταν τα ξεκαθαρίζεις και επαναλαμβάνονται για δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά, πρέπει να αποκλείσεις εκείνον τον παίκτη. Αυτό σκέφτομαι, έτσι είμαι. Είχα στη Μπέτις έναν προπονητή, ένα ιερό τέρας της προπονητικής, τον Λουίς Αραγονές. Με λάτρευε. Μετά την προπόνηση κάθε μέρα καθόμασταν στο τραπέζι και μιλούσαμε τρεις ώρες. Μιλούσαμε πάντα για ποδόσφαιρο και μου είπε ένα πράγμα που μου έμεινε για πάντα στο μυαλό.
Μου είπε: “Όταν μιλάς με τους παίκτες πρέπει να τους πεις κατάματα την αλήθεια. Γιατί αν πεις ψέματα, θα τα πεις μία, θα τα πεις δύο, θα τα πεις τρεις. Σε λίγους μήνες θα έχεις ξεχάσει τις τους είπες. Αν πεις την αλήθεια, δεν θα αποτύχεις”. Αυτό είμαι εγώ. Ο καθένας έχει τα δικά του μάτια, βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια και τον ερμηνεύει όπως θέλει. Ίσως να αποτύχεις σε κάτι, αλλά πρέπει να ελαχιστοποιήσεις την πιθανότητα να αποτύχεις. Αν κινείσαι με οδηγό την αλήθεια, εξασφαλίζεις ότι υπάρχει πιθανότητα αποτυχίας μόνο σε ένα κομμάτι, όχι παντού».
Παρ’ όλα αυτά εκείνη τη χρονιά ο Παναθηναϊκός έφτασε πολύ κοντά στην πρόκριση στους «4» του Champions League. Τι θυμάσαι από εκείνο το αξέχαστο παιχνίδι εναντίον της Μπαρτσελόνα στο Καμπ Νόου;
«Πράγματι. Ταξίδεψα με την αποστολή, αλλά στη διάρκεια του ταξιδιού ανέβασα πυρετό. Είδα το ματς στο ξενοδοχείο. Ήταν πολύ δύσκολο, ειλικρινά, γιατί η Μπαρτσελόνα ήταν πολύ δυνατή. Ίσως αν ήταν η σημερινή Μπαρτσελόνα, να είχαμε νικήσει. Αλλά εκείνη την εποχή ήταν πολύ δυνατή».
Μετά το γκολ που σημείωσε ο Κωνσταντίνου πίστεψες ότι μπορεί να κατακτηθεί η πρόκριση;
«Όταν έπαιζες κόντρα στην Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ ή τη Βαλένθια εκείνη την εποχή, δεν μπορούσες ποτέ να χαλαρώσεις. Το τέλος του ματς έρχεται όταν σφυρίζει ο διαιτητής. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος 90 λεπτά. Μερικές φορές οι προπονητές δεν μιλούν με τους παίκτες. Ξέρεις πως είναι το ντόμινο. Όταν πέφτει ένας, πέφτει κι ο άλλος. Είσαι μπροστά και χαλαρώνεις κατά το 20%, σου βάζουν γκολ, εκνευρίζεσαι. Μπορείς να χάσεις το ματς εύκολα. Πρέπει να έχεις παίκτες με προσωπικότητα. Εμένα μου έμαθαν ότι όταν ο αντίπαλος είναι στα γόνατα, πρέπει να τον ξαπλώσεις στο έδαφος».
Σε ηλικία 34 ετών, αμέσως μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002, σταμάτησες την καριέρα σου. Ήταν συνειδητή απόφαση;
«Υπέγραψα στον Παναθηναϊκό μόνο για έξι μήνες. Μετά πήγα στο Μουντιάλ της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας και κρέμασα τα παπούτσια μου. Είχα αποφασίσει να σταματήσω την καριέρα μου».
Στον Παναθηναϊκό, δηλαδή, δεν ήθελες να μείνεις περισσότερο από εκείνο το εξάμηνο; Αν ήταν καλύτερα τα πράγματα, θα ήθελες να συνεχίσεις να παίζεις για τον Παναθηναϊκό;
«Δεν το ξέρω, ήμουν 34 ετών. Πήγα στο σπίτι μου μετά το Μουντιάλ, μίλησα με τα παιδιά και τη σύζυγό μου και αποφάσισα να σταματήσω. Σε φυσική κατάσταση ήμουν καλά, αλλά αποφασίσαμε να μην συνεχίσω. Ήμουν μακριά από τη χώρα μου από το 1990 μέχρι το 2002. Πολλά χρόνια. Πέρασα καλά, όπου κι αν πήγα, αλλά σαν το σπίτι δεν έχει».
Στην Ελλάδα είχες την οικογένεια μαζί σου;
«Στην Ελλάδα ήμουν μόνος μου, δεν είχα την οικογένεια μαζί μου. Σε όλες τις άλλες ομάδες την είχα. Η κόρη μου γεννήθηκε στην Ιταλία, ο γιος μου στην Ισπανία. Πάντα ήμασταν μαζί. Η κόρη μου η Γκράτσια είναι 29 και ο γιος μου, ο Σάντρο-Ρομπέρτο, 23».
Ποιος ήταν ο καλύτερος συμπαίκτης σου στον Παναθηναϊκό;
«Εκτός από τον Βλάοβιτς και τον Σάριτς είχα καλή σχέση με σχεδόν όλους τους συμπαίκτες μου. Δεν μπορείς να έχεις βέβαια την ίδια σχέση με όλους τους συμπαίκτες. Με άλλους περισσότερο, με άλλους λιγότερο. Δεν είχα πρόβλημα. Κανένα πρόβλημα».
Θυμάσαι κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία;
«Ναι, όταν παίξαμε στην έδρα του Ολυμπιακού μας πετούσαν μπουκάλια. Εξεπλάγην, γιατί ποτέ δεν μου είχε συμβεί ξανά αυτό. Είχα δει μερικά πράγματα με τρελούς οπαδούς στην Ιταλία. Στη Νάπολι και την Αταλάντα. Αλλά αυτό που μου συνέβη στην Ελλάδα δεν είχε ξανασυμβεί. Έξω από το λεωφορείο, μας πετούσαν σιδερένιες σχάρες».
Στο εκτός έδρας παιχνίδι εναντίον της Σπάρτα Πράγας, από το δικό σου πόδι έφτασε η μπάλα στον Κωνσταντίνου, ο οποίος έκανε το 0-2. Το θυμάσαι εκείνο το παιχνίδι;
«Κάναμε πολύ καλό ματς, ήταν όλα καλά. Τότε ως ποδοσφαιριστής δεν το είχα αντιληφθεί, τώρα το καταλαβαίνω. Αλλιώς σκέφτεσαι ως παίκτης κι αλλιώς ως προπονητής. Όταν είσαι παίκτης, σκέφτεσαι ότι δεν σου αρέσει όπως παίζεις. Όταν είσαι προπονητής, το βλέπεις από την άλλη πλευρά. Βλέπεις πιο ανοικτά, βλέπεις όλους τους παίκτες. Όταν είσαι προπονητής, βλέπεις ότι πολλοί παίκτες είναι εγωιστές και σκέφτονται τον εαυτό τους. Γενικά μιλάω. Ο καθένας μερικές φορές σκέφτεται τον εαυτό του, κάνει πράγματα για τον ίδιο. Αλλά δεν παίζει μόνος του, είναι μέρος ενός συνόλου. Αυτό είναι πρόβλημα. Όταν περνούν τα χρόνια και γίνεσαι προπονητής, σκέφτεσαι ότι “έχω αποτύχει εδώ, εκεί”. Υπάρχει μια πυραμίδα. Από τον πρόεδρο που επιλέγει ποιος θα δουλέψει ως τεχνικός διευθυντής και πάει λέγοντας. Αν είναι όλα καλά, τέλεια. Αλλά αν λείπει κάτι, τότε υπάρχει πρόβλημα».
Θυμάσαι το ματς κόντρα στην Πόρτο, όταν συγκρούστηκες με τον Κωνσταντίνου;
«Ναι, το θυμάμαι. Πηδήξαμε στον αέρα και συγκρουστήκαμε. Έκανε ράμματα».
Με τον Παναθηναϊκό έπαιξες μόνο οκτώ ματς. Θα μπορούσες να είχες παίξει περισσότερο;
«Δεν έπαιξα κόντρα στην Μπαρτσελόνα και κόντρα σε μία άλλη ομάδα. Δεν θυμάμαι ποια. Δεν είχα προβλήματα, μπορούσα να παίξω ως μπακ ή ως εξτρέμ. Εξτρέμ έπαιζε ο Κόλκα. Ήταν καλός παίκτης».
Τι θυμάσαι από τον Μαρκαριάν;
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Καλός άνθρωπος, εκνευριζόταν πολύ μερικές φορές όταν έβλεπε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, τίποτα το ιδιαίτερο όμως».
Αν είχες την ευκαιρία να επιστρέψεις στην Ελλάδα ως προπονητής, θα το έκανες;
«Ναι, γιατί όχι; Με ενδιαφέρει, όμως, η ομάδα να είναι καλά, οι παίκτες να πληρώνονται κάθε μήνα. Γιατί μία-δυο φορές μου έτυχε να προπονώ τους παίκτες, να πηγαίνουν σπίτι με τις οικογένειές τους στα παιδιά τους και να είναι απλήρωτοι για 3-4 μήνες. Αυτό δεν είναι δουλειά. Επιπλέον, δεν μπορώ να απαιτήσω από τους παίκτες να έχουν το μυαλό τους στη δουλειά. Όταν δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν τα πράγματα για τα παιδιά τους; Έτσι, δεν μπορείς να δουλέψεις. Εγώ, επίσης, ως προπονητής δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, να απαιτήσω πράγματα. Αν είναι η ομάδα καλά, θα το ήθελα».
Αν σε προσέγγιζε ο Παναθηναϊκός, θα ήθελες να επιστρέψεις;
«Γιατί όχι; Να τελειώσω τη δουλειά που άφησα στον Παναθηναϊκό».
Όλες οι μεταγραφές του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου… παίζουν στο SportJournal.gr!
Διαβάστε ακόμη…