Η χαρακτηριστική και στιβαρή φωνή του Στράτου Διονυσίου, ενός από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές του λαϊκού και ελαφρολαϊκού τραγουδιού, σίγησε για πάντα μία ημέρα σαν σήμερα, στις 11 Μαΐου 1990.
Γεννημένος στις 8 Νοεμβρίου 1935 στη Νιγρίτα των Σερρών, ο Στράτος Διονυσίου ήταν γόνος του Άγγελου και της Στάσας, προσφύγων μικρασιατικής καταγωγής. Από μικρός βγήκε στη βιοπάλη και το 1947 η οικογένειά του μετακόμισε στον Επτάλοφο των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης. Έναν χρόνο μετά ο πατέρας του απεβίωσε.
Από τα εφηβικά του χρόνια έδειξε μεγάλη αγάπη προς το τραγούδι και αφού εργάστηκε για ένα διάστημα ως μικροπωλητής και ράφτης, ο Διονυσίου άρχισε να τραγουδάει αμισθί σε νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης, όπου και ξεχώρισε με την χαρακτηριστική και πλούσια φωνή του. Εκεί γνώρισε και την σύντροφό της ζωής του, Γεωργία Λαβένη, με την οποία παντρεύτηκαν το 1955 και μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, τον Στέλιο και τον Διαμαντή.
Το 1959 και παρόλες τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, ο Στράτος Διονυσίου μετά από αρκετές προτροπές και έντονες πιέσεις από άτομα του καλλιτεχνικού χώρου, αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να κατέβει στην Αθήνα. Συνεργάζεται αρχικά με την Καίτη Γκρέυ στον Αστέρα της Κοκκινιάς και την ίδια χρονιά εμφανίζεται στη δισκογραφία με το τραγούδι του Σταύρου Χατζιδάκη και του Χρήστου Κολοκοτρώνη «Δεν είμαι ένοχος». Ο κόσμος άρχισε να τον γνωρίζει και οι δισκογραφικές εταιρείες δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν. Υπογράφει συμβόλαιο με την «Κολούμπια» και κάνει τις πρώτες επιτυχίες του: «Δεν με πόνεσε κανείς» (διασκευή από ινδικό τραγούδι), «Στης Αγάπης μου το Δίσκο» ή «Ηλεκτρόφωνο» (μουσική και στίχοι Μπάμπη Μπακάλη), «Φύγε φύγε» (Στράτου Ατταλίδη / Κώστα Βίρβου) και άλλες.
Ο Διονυσίου άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστός στους κόλπους του λαϊκού τραγουδιού και αρκετοί μεγάλοι δημιουργοί του εμπιστεύτηκαν παλιές τους επιτυχίες που τις έκανε διασκευή όπως: «Αχάριστη» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Πριν το χάραμα» του Γιάννη Παπαϊωάννου, «Η μπαμπέσα» του Γιώργου Μητσάκη, «Το φτωχομπούζουκο» του Μανώλη Χιώτη. Το 1967 αποτέλεσε χρονιά ορόσημο στην καριέρα του, καθώς γνωρίζεται με τον μεγάλο συνθέτη Άκη Πάνου, ο οποίος του γράφει μερικές από τις μεγάλες του επιτυχίες: «Γιατί, καλέ γειτόνισσα» (1968), «Φέρτε το παιδί του χάρου» (1971), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Ήταν ψεύτικα» (1972), «Μια γυναίκα» (1984), «Ασ’ τη να φύγει» (1984).
Το 1969 τον ανακαλύπτει ο Μίμης Πλέσσας στο κέντρο «ΣΟΥ-ΜΟΥ», όπου εμφανιζόταν ως παρτενέρ της Ανθούλας Αλιφραγκή, και μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο του δίνουν το θρυλικό ζεϊμπέκικο «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», το οποίο γράφτηκε για την ταινία «Ορατότης μηδέν» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο και σημείωσε τεράστια επιτυχία προτού ακόμα η ταινία βγει στους κινηματογράφους στις αρχές του 1970. Έπειτα, ο Διονυσίου κυκλοφόρησε τα επιτυχημένα τραγούδια «Ο παλιατζής», «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια», «Ένας αητός γκρεμίστηκε», «Αγάπη μου επικίνδυνη» και «Αφιλότιμη».
Το 1973, το όνομα του Στράτου Διονυσίου εμπλέκεται σε υπόθεση για κατοχή κάνναβης που βρέθηκε στο αυτοκίνητό του, που ο ίδιος τη χαρακτήρισε ως πλεκτάνη. Δύο χρόνια μετά καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και οδηγήθηκε στις φυλακές της Τίρυνθας, όπου παρέμεινε μέχρι την αποφυλάκισή του την άνοιξη του 1976. Η περιπέτεια αυτή είχε ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στην καριέρα του και με την βοήθεια του στενού του φίλου, Τόλη Βοσκόπουλου, κατόρθωσε να ορθοποδήσει και να επανέλθει δυναμικά στο μουσικό προσκήνιο με επιτυχίες όπως «Τα πήρες όλα» (1981) και «Και λέγε λέγε» (1981) των Θανάση Πολυκανδριώτη και Γιάννη Πάριου, «Άκου, βρε φίλε» (1982) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Ο Σαλονικιός» (1985) και «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα» (1985) των Τάκη Σούκα και Κώστα Κοφινιώτη, «Εγώ ο ξένος» (1988) και «Λέγε με παλιόπαιδο» (1988) του Τάκη Μουσαφίρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ακολούθησε μία πολυετή συνεργασία με τη Μαρίνα Βλαχάκη και τα Χριστούγεννα του 1987 άνοιξε το νυχτερινό κέντρο με όνομα «Στράτος» στην οδό Φιλελλήνων.
Ο Στράτος Διονυσίου άφησε την τελευταία του πνοή από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής τα ξημερώματα της 11ης Μαΐου 1990, σε ηλικία μόλις 54 ετών. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε εμφανιστεί κανονικά στο κέντρο του και το απόγευμα της ίδιας ημέρας είχε ηχογραφήσει 9 τραγούδια για τον δίσκο «Ποιος άλλος», που κυκλοφόρησε έναν μήνα μετά το θάνατό του και έκανε ρεκόρ πωλήσεων. Στην κηδεία του, χιλιάδες θαυμαστές κατέκλυσαν το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών για να πουν το «στερνό αντίο» σε μία από τις μεγαλύτερες και χαρακτηριστικότερες φωνές του λαϊκού τραγουδιού.