Μιλώντας στην ιστοσελίδα «SDNA», ο Λάζαρος Παπαδόπουλος παραχώρησε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη κι απάντησε σε ερωτήσεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
-Σταμάτησες το μπάσκετ το 2014. Επτά χρόνια μετά σου λείπει;
«Μου λείπει πάρα πολύ, βασικά μου λείπουν τα παιχνίδια, τα αποδυτήρια, οι φάσεις και οι πλάκες που κάναμε μέσα, αυτό είναι που μου λείπει».
-Με την οικογένεια σου έρχεσαι στη Θεσσαλονίκη, από το Κρασνοντάρ στην ηλικία των 10 ετών. Πως ήταν η μετάβαση αυτή;
«Ήταν τελείως διαφορετικό περιβάλλον όχι μόνο όσον αφορά τις συνθήκες αλλά από όλες τις απόψεις. Από μια χώρα που είχε ένα καθεστώς κομμουνιστικό σε ένα καθεστώς που είναι δημοκρατικό, από ένα καθεστώς που δεν είχες ελευθερία λόγου, σκέψης και ελευθερία έκφρασης, σε μία χώρα που αυτά δεν υπήρχαν καν στην ατζέντα της συζήτησης, από ένα καθεστώς που μπορούσες να περιμένεις και δύο βδομάδες στην ουρά για ένα λίτρο γάλα, σε μια χώρα όπου έμπαινες στου σούπερ μάρκετ και μπορούσες να διαλέξεις από 10 είδη γάλακτος. Και από ένα καθεστώς, όπου για τον πατέρα μου, του έβρισκε το κράτος δουλειά, σε μία χώρα όπου έπρεπε να βρει μόνος του την εργασία του. Από κάπου που μιλούσα διαφορετική γλώσσα, σε μία χώρα που θα έπρεπε να μιλήσω διαφορετική γλώσσα και από κάπου που ήμουν ξένος, πάλι σε μια χώρα που ήμουν ξένος. Άλλαξαν πολλά πράγματα, ήταν σαν να ξεκινάω τη ζωή μου από την αρχή.
Υπήρχαν δυσκολίες, ήταν η πρώτη φορά που άνοιξαν τα σύνορα και ήρθε αρκετός κόσμος στην Ελλάδα από τη Σοβιετική Ένωση και δεν υπήρχε ένα σύστημα ένταξης όλων αυτών, ούτε κάποια μαθήματα ιδιαίτερα, ειδικά σχολεία. Όταν τελείωνα την πέμπτη Δημοτικού, αυτό που θυμάμαι, ήταν ότι απλά μας πέταξαν σε μία τάξη και απλώς μας είπαν να παρακολουθούμε τα μαθήματα. Η τάξη ήταν σαν baby sitting απλά, δεν μπορούσαμε να συμμετάσχουμε, κάτι που έγινε για ακόμη μία χρονιά. Από τη Β’ Γυμνασίου και μετά βγήκε ένα σύστημα όπου θα εξεταζόμασταν όπως όλοι, δεν υπήρχε μια κατάσταση προσαρμογής. Έτσι όταν ξεκίνησε αυτό το σύστημα, που υποτίθεται ενταχθήκαμε, έμεινα δύο φορές στη Β’ Γυμνασίου , δύο φορές στην Γ’ Γυμνασίου και δύο στην Α’ Λυκείου και σταμάτησα. Μετά βγήκαν προγράμματα ειδικά, όπου μπορούσες από την αρχή να μάθεις την ελληνική γλώσσα. Δεν μπορώ να πω ότι τα κατάφερα όσον αφορά την εκπαίδευσή μου, στο σχολικό περιβάλλον, τα κατάφερα όμως στον αθλητισμό, εκεί που δεν υπάρχει προσαρμογή και η γλώσσα του αθλητισμού είναι η ίδια. Είτε είσαι σε μία χώρα, είτε σε άλλη η μπάλα είναι η ίδια και οι κανόνες. Το θετικό είναι ότι ξεκίνησα εδώ τα πρωταθλήματα και δε χρειάστηκε να προσαρμοστώ κάπου, άρα μάθαινα από την αρχή και δε χρειαζόταν να έχω τις βάσεις όπως στο σχολείο».
-Πως ξεκίνησες το μπάσκετ; Ήξερες από μικρός ότι αυτό θες να κάνεις στη ζωή σου επαγγελματικά;
«Από τα 13 μου έλεγα ακόμη ότι θα γίνω μπασκετμπολίστας. Ξεκίνησα στη Σταυρούπολη, στον Α.Ο., σε ένα γήπεδο έξω -έπαιζα μονά συνέχεια- με είδαν που ήμουν και ψηλός ρώτησαν πόσο χρονών είμαι και όταν τους είπα (…γέλια) με πήραν κατευθείαν στην ομάδα. Δεν κοίταξαν αν παίζω καλά ή όχι, στα 12 ξεκίνησα στα μίνι, πριν έπαιζα στη γειτονιά. Στα 14 ήδη έπαιζα στην ανδρική ομάδα, στα 15 ανεβήκαμε κατηγορία, στο τοπικό (από τη Δ΄ στη Γ’) είχα παίξει καλά και στους παίδες και ο Ηρακλής με πήρε για το εφηβικό και το ανδρικό. Έτυχε τότε να είναι προπονητής στον Ηρακλή ο Τομ Νιούελ , του οποίου ο πατέρας ήταν ο καλύτερος προπονητής στον κόσμο, όσον αφορά τη θέση του «ψηλού» και σε αυτό το κομμάτι στάθηκα τυχερός. Πήρα τα πρώτα βασικά πράγματα από έναν προπονητή και τις βασικές ασκήσεις για έναν ψηλό τις οποίες συνέχισα να κάνω για ολόκληρη τη διάρκεια της καριέρας μου».
«Αν στον Ηρακλή μεγάλωσα, στον Παναθηναϊκό ανδρώθηκα».
-Το 2001 παίρνεις μεταγραφή για τον Παναθηναϊκό και νωρίς έρχονται και οι πρώτες διακρίσεις…
«Ήταν το πρώτο τεστ. Αν μπορώ να πω ότι στον Ηρακλή μεγάλωσα, στον Παναθηναϊκό ανδρώθηκα. Εκεί μπήκα στα βαθιά, αγωνίστηκα στην Ευρωλίγκα, είχα μεγάλους προπονητές, όπως τον Ομπράντοβιτς και τον Ιτούδη, μεγάλους συμπαίκτες όπως τον Μποντιρόγκα, τον Κουτλουάι, τον Ρότζερς, τον Μίντλετον, τον Φώτση μετά. Πολύ καλές προσωπικότητες και εκεί έπαιξα τα πρώτα μου μεγάλα ντέρμπι – τελικούς. Κερδίσαμε όλους τους τίτλους, είδα πως είναι να παίζω σε μεγάλη ομάδα και πως να δουλεύω με τεράστιες απαιτήσεις».
-Σχολίασε μου με λίγες λέξεις κάθε ομάδα που αγωνίστηκες…
Ηρακλής: «Μια ωραία οικογένεια»
Παναθηναϊκός: «Εκεί που έγινα άνδρας».
Ντιναμό Μόσχας: «Η καλύτερη ομάδα, Το καλύτερο μπάσκετ, οι καλύτερες συνθήκες και η καλύτερη ομάδα που έπαιξα».
Ρεάλ Μαδρίτης: «Πάρα πολύ επαγγελματική».
Μπολόνια: «Η καλύτερη πόλη για να ζήσεις, το καλύτερο φαγητό, τα καλύτερα ρούχα και ο καλύτερος καφές (σ.σ. γέλια)».
ΠΑΟΚ: «Παθιασμένη ομάδα».
Χίμκι: « Έκανα πολύ ωραίους φίλους στην ομάδα».
Ολυμπιακός: «Η απόδειξή μου ότι είμαι ακόμη ζωντανός».
Γκραν Κανάρια: «Το τελευταίο μου ματς που θυμάμαι με νοσταλγία».
-Γιατί η Ντιναμό Μόσχας είναι η καλύτερη ομάδα που έπαιξες;
«Την ξεχωρίζω γιατί εκεί έπαιξα το καλύτερο μου μπάσκετ, ήμουν στην καλύτερη μου φόρμα, ήταν τα καλύτερα μου χρόνια. Αν μπορούσα να παγώσω τον Λάζαρο εκείνης της χρονιάς και να τον ξεπαγώσω είτε πιο πριν, στον Ηρακλή, ή στον Παναθηναϊκό, είτε μετέπειτα, εκείνος ο Λάζαρος θα κέρδιζε όλους τους Λάζαρους, από πλευράς μπάσκετ. Ήταν και πολύ ωραία πόλη η Μόσχα, φοβερός προπονητής, φανταστικοί συμπαίκτες, ήταν όλα τέλεια».
-Για τον Ολυμπιακό, γιατί ήταν απόδειξη ότι είσαι ζωντανός;
«Γιατί πλέον είχε αρχίσει λίγο να πέφτει η φόρμα μου, η όρεξη μου και πλέον δεν είχα και μεγάλα παιχνίδια, είχα χρόνια να πάρω κάποιο πρωτάθλημα. Είχα 2-3 σερί χρόνια να διεκδικήσω κάποιο τίτλο. Δεν είχα κάποια ευκαιρία και ξαναμπήκα σε μία διαδικασία να διεκδικήσω πρωτάθλημα, Κύπελλο, Ευρωλίγκα που τελικά τα καταφέραμε και ήταν αυτό που λέμε… ακόμη υπάρχω».
-Μετάνιωσες ποτέ για κάποια απόφαση να φύγεις από κάποια ομάδα, ή που υπέγραψες σε κάποια;
«Όχι δε μετάνιωσα, ήταν όλες οι ομάδες σε πολύ υψηλό επίπεδο. Αυτό ήταν γιατί διάλεγα ομάδες που μπορούσαν να διεκδικήσουν κάτι, με κριτήριο να έχω συμπαίκτες δυναμικότητας, να ταιριάζουν σε μένα. Δεν πήγαινα πάντα σε φαβορί, αλλά πήγαινα και έλεγα οκ θα έρθω εγώ και θα πάρουμε το πρωτάθλημα, μ’ άρεσε να πηγαίνω σε μία ομάδα και να δώσω κάτι, όχι απλώς να πάω και να είμαι ένας από αυτούς».
-Από τους προπονητές που ήσουν υπό τις οδηγίες τους, ποιους ξεχωρίζεις;
«Θα μπορούσα να ξεχωρίσω τρεις. Τον Ομπράντοβιτς, που έχει την καλύτερη στρατηγική όσον αφορά το σύστημα του παιχνιδιού, τον Ίβκοβιτς που είναι ο άνθρωπος που μπορεί να φτιάξει την καλύτερη ψυχολογία του παίκτη και τον Γιαννάκη, ο πιο δίκαιος προπονητής. Θα έβαζα και τέταρτο τον Δημήτρη Νικολαΐδη ο καλύτερος προπονητής, στο να σου φτιάξει την ατομική σου κατάσταση. Είχα βέβαια και πολλούς άλλους, που δεν θα ήθελα να αδικήσω και ό καθένας προσφέρει πάντα και κάτι».
Ο Λάζαρος Παπαδόπουλος ήταν στα μικρά κλιμάκια της Εθνικής και σαν μέλος της ανδρικής πλέον ομάδας, ήταν από τα βασικά στελέχη των επιτυχιών, με την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ του 2005 στο Βελιγράδι και το αργυρό μετάλλιο στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας το 2006, ενώ συμμετείχε και στους Ολυμπιακούς του 2004. Σε 103 αγώνες με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, σκόραρε 847 πόντους και με το Ευρωμπάσκετ του 2007 να είναι το κύκνειο άσμα του, αποχώρησε από την Εθνική τον Ιούνιο του 2008.
«Ήταν πιο εν θερμώ οι αποφάσεις μου τότε»
-Όταν αποσύρθηκες από την Εθνική ομάδα, είχες δώσεις στη δημοσιότητα και μια επιστολή εξηγώντας τους λόγους. Τι είχε γίνει τότε;
«Ήταν πολύ ξεκάθαρη η επιστολή μου τότε, είχε να κάνει με την διαμάχη που υπήρχε με την Ομοσπονδία σε εκείνη τη φάση, το πως φερόταν στους παίκτες και ποια στρατηγική ακολουθούσε. Ασχολούμασταν με τα συνδικαλιστικά εκείνη την περίοδο και τότε δεν υπήρχε ένας ανοιχτός διάλογος. Βλέπαμε ότι αυτή η ομοσπονδία δεν θα οδηγούσε το μπάσκετ κάπου στα επόμενα χρόνια και η τοποθέτηση ήταν ότι βοηθώντας αυτή την ομοσπονδία, στην ουσία βοηθάμε απλά να καλύπτει τα προβλήματά της. Ακόμη και σήμερα έχουμε προβλήματα όσον αφορά το μπάσκετ και αυτά είναι από τότε. Απλά τότε δεν φαινόντουσαν λόγω των επιτυχιών της Εθνικής ομάδας».
-Το μετάνιωσες που αποχώρησες τότε από το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα;
«Μπορεί και να το μετάνιωσα …ναι, ίσως θα μπορούσα να το διαχειριστώ και λίγο καλύτερα, εκείνα τα χρόνια δεν είχα τη συγκρότηση, ήταν πιο εν θερμώ οι αποφάσεις μου τότε».
-Όσον αφορά τα προβλήματα στο μπάσκετ, θεωρείς ότι άλλαξε κάτι;
«Όχι δεν δίνεται γενικά έμφαση στη δομή και στο στήσιμο του πρωταθλήματος, διοικητικά οργανωτικά, αναπτυξιακά, δεν υπάρχει κάποιο πλάνο γι’ αυτό και τα προβλήματα ίσως χειροτερεύουν. Όταν έχεις οικονομική άνεση, μπορείς να καλύψεις τα προβλήματα, όταν όμως στενεύουν και τα οικονομικά περιθώρια, το μόνο που θα σε κρατήσει είναι η καλή οργάνωση. Όταν δεν έχεις κι αυτή, τότε γίνονται χειρότερα.
Για παράδειγμα στο αναπτυξιακό όταν υπάρχουν προβλήματα και στη δομή, έχει σαν αποτέλεσμα να μη βγαίνουν και φουρνιές παικτών, να μην έχεις τόσο καλό όγκο. Όταν έχεις λεφτά μπορείς λοιπόν να πάρεις παίκτες και καλού επιπέδου, και έτσι καλύπτεις τις αδυναμίες της παραγωγικής διαδικασίας. Όταν όμως στενεύουν τα οικονομικά περιθώρια δεν μπορείς να πάρεις τέτοιους παίκτες και παίρνεις μετά β’ διαλογής, και τα προβλήματα δεν τα έχεις λύσεις, δεν μπορείς να έχεις παραγωγή νέων παικτών. Έτσι είναι εμφανή και τα προβλήματα».
-Πάντα εκφράζεις την άποψή σου για τα θέματα και τα προβλήματα του μπάσκετ, ήσουν πρόεδρος και στον ΠΣΑΚ. Με τις εκλογές της ΕΟΚ είχες κάποια πρόταση να ασχοληθείς;
«Έκανα συζητήσεις και με τους δύο υποψήφιους, τώρα ας πούμε ότι είναι δύο οι πυρήνες, η πλευρά του κ.Λιόλιου και η πλευρά του κ.Φασούλα. Βρέθηκα και συζήτησα, είπα τις απόψεις μου, και ανέφερα ότι θα είμαι διαθέσιμος σαν advisor, πάντα θα μπορέσω να βοηθήσω».
-Βλέπουμε ακόμη και με το διαδικαστικό κομμάτι για τις εκλογές υπάρχει θέμα…
«Ναι προσπαθεί να δημιουργήσει πρόβλημα η διοίκηση του κ.Βασιλακόπουλου, αλλά σίγουρα θα αλλάξει. Όταν φτάνει κάπου στον πάτο η κατάσταση κάποια στιγμή θα αλλάξει και το Χρηματιστήριο όταν πέφτει, πιάνει πάτο και ανεβαίνει».
-Έχει πιάσει πάτο;
«Ναι, έχει ακόμη αλλά πάλι δεν μπορεί να το τελειώσει τελείως , κάπως θα τρέξουν τα πρωταθλήματα, τα παιδοεφηβικά, θα τελειώσει η καραντίνα, λίγο η Εθνική, λίγο ο Αντετοκούνμπο, τα κλιμάκια κάτι κάνουν, αλλά θα είναι στον πάτο. Τώρα απλά αυτή η διοίκηση δεν αφήνει περιθώρια προετοιμασίας και ευελιξίας στις καινούριες δομές και δεν ωριμάζει την κατάσταση, δεν ετοιμάζει τη μεταβατική περίοδο, δεν ετοιμάζει τις διαδικασίες ώστε να έρθουν οι καινούριοι και να ενταχθούν με τους παλιούς για να είναι μαζί η εμπειρία με την όρεξη και να μπορέσει να συνυπάρξει το νέο με το παλιό και να δώσει κίνητρα. Τώρα απλώς κοιτάει φεύγοντας να σπάσει όλες τις γέφυρες, ώστε ο άλλος να τα ξαναχτίσει από την αρχή».
-Πως σχολιάζεις ότι δεν υπάρχει ελληνική παρουσία στις τελικές φάσεις των ευρωπαϊκών διοργανώσεων;
«Δεν είναι αυτό το απαραίτητο, έτερον εκάτερον. Μπορεί να έχεις παρουσία αλλά είναι καθαρά το δευτερεύον. Είναι σίγουρα μια απόδειξη της δουλειάς, αλλά μπορεί και να μην κάνεις δουλειά και να κερδίζεις απλά 2-3 παιχνίδια, αλλά μηχανή μπορεί να μην υπάρχει απλά περιτύλιγμα. Σημασία έχει να υπάρχει δομή και κερδίσεις ή όχι, το μπάσκετ να λειτουργεί, να υπάρχει αξιοπρεπής διαιτησία, σωστό προπονητικό σύστημα, αναπτυξιακό πρόγραμμα, να κάτσουν όλοι οι φορείς να βάζουν πλαίσια και αυτή η συζήτηση να είναι διαρκής, να προτείνονται λύσεις και να εφαρμόζονται».
-Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, δύο από τις ομάδες που έχεις αγωνιστεί είχαν αρκετά σκαμπανεβάσματα φέτος.
«Γενικά έχω παρακολουθήσει λίγα παιχνίδια, αλλά θεωρώ τα σκαμπανεβάσματα φυσιολογικά από τη στιγμή που έχουμε σε όλους τους τομείς, όπως ο κορονοίός, που ίσως δεν μπορείς να έχεις ένα ρυθμό προπονήσεων, δεν μπορείς να προβλέψεις πότε θα παίξεις και με ποιους, αν αρρωστήσει κάποιος. Όλα αυτά τα δεδομένα επηρεάζουν και το παιχνίδι. Από τα λίγα που είδα δεν μπορώ να πω ότι το ευχαριστήθηκα. Μία θετική έκπληξη είναι το Λαύριο, μπορούσα να καταλάβω ότι έχουν μία στρατηγική, βγάζουν κάτι μέσα στο παιχνίδι τους, αλλά πάλι το ταλέντο είναι περιορισμένο, υπάρχει σωστή καθοδήγηση, αλλά έχουν έλλειψη ταλέντου».
-Στη θέση σου, σαν «5άρι» ξεχωρίζεις κάποιον;
«Είμαι πολύ αυστηρός. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον που μου κάνει «κλικ» και θα μπορούσα να πω ότι έμεινα ικανοποιημένος από την απόδοσή του. Παραείμαι αυστηρός, σίγουρα από τους παλιούς φαίνεται ότι κάνουν τη διαφορά και φαίνεται ότι δεν υπάρχει διάδοχη κατάσταση , μάλλον οι παλιοί είχαν καλύτερες βάσεις σε ατομικό επίπεδο. Δεν μπορώ όμως να πω ότι έχω δει κάποιον νέο, που να πω ότι μπορεί να ξεπεράσει τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη ή τον Ζήση».
-Παιχνίδια της Εθνικής, στα τελευταία παράθυρα για τα προκριματικά έχεις παρακολουθήσει; Πως σου φάνηκε;
«Την είδα, δε μου άρεσε τόσο πολύ, ούτε στα παράθυρα, ούτε στα προηγούμενα τουρνουά. Θα μπορούσε να γίνει ομάδα, αλλά αυτό είναι γενικό, Θα πρέπει να στηθούν οι βάσεις. Είναι δύσκολο να γίνει μια ομάδα, όπου αλλάζει ο προπονητής, δεν ξέρουμε πότε γίνονται εκλογές, δεν ξέρουμε ποιοι παίκτες θα έρθουν και ποιοι όχι, ποιος είναι ο τιμ μάνατζερ. Όλα αυτά είναι πράγματα που είναι δύσκολα και γι’ αυτούς που παίζουν και για τους φιλάθλους. Δεν υπάρχουν βάσεις…για παράδειγμα αν δούμε την ομάδα του ’87 και πάρουμε 8-9 παίκτες θα δούμε ότι 5 χρόνια πριν και 5 μετά, αυτοί οι παίκτες ήταν σταθεροί, το προπονητικό τιμ, ο γενικός αρχηγός, η ομοσπονδία, βλέπουμε πως ήταν όλοι μια γροθιά. Όπως και η ομάδα του 2005-2006. Έμεναν ίδια, απλά ερχόταν το νέο αίμα επιπρόσθετα.. Αυτή τη στιγμή είναι όλα θολά, ο προπονητής μαθαίνει αν μένει ή φεύγει από τους δημοσιογράφους. Αυτό δεν φέρνει καλές συνθήκες και δεν μπορείς μακροχρόνια να χτίσεις έτσι μια ομάδα, μην έχοντας πολλές σταθερές».
Παντρεμένος με τη Ναταλία, έχει αποκτήσει δύο κόρες και εδώ και αρκετά χρόνια εκτός από το ρόλο του συζύγου έχει και το ρόλο του πατέρα. Πρόσφατα ο ίδιος βίωσε μια σημαντική απώλεια, για τη ζωή κάθε ανθρώπου, χάνοντας τον πατέρα του, κάτι που του άλλαξε τη ζωή.
-Οι δύο κόρες σου Νεφέλη και Δανάη, είναι στα χνάρια του αθλητισμού, ασχολούμενες με βόλεϊ και μπάσκετ. Τις είχες παροτρύνει γι’ αυτό;
«Ξεκίνησαν και οι δύο μπάσκετ, αλλά δεν έδωσα έμφαση. Μου άρεσε ότι είναι και οι δύο στον αθλητισμό γενικά, είμαστε τυχεροί γιατί και η σύζυγος είναι στο βόλεϊ και έτσι η μία που συνέχισε στο βόλεϊ, έχει ένα μέντορα και εγώ στο μπάσκετ για την άλλη. Ποτέ δεν εμπλεκόμουν στο τι κάνει η κόρη μου στο μπάσκετ, παρακολουθώ όμως και παιχνίδια και σαν να μ’ αρέσει και το γυναικείο μπάσκετ, γιατί παλιά δεν το παρακολουθούσα, το θεωρούσα λίγο άγαρμπο. Βλέπω όμως κάποια πράγματα, που δεν βλέπω στους άνδρες, ίσως και περισσότερα όσον αφορά το μπάσκετ σαν άθλημα».
-Στην κόρη σου που ασχολείται με το μπάσκετ, τις δίνεις συμβουλές;
«Χωρίς να με ρωτήσει όχι, γενικά δεν επιμένω, δεν πάω στις προπονήσεις. Είναι σε καλά χέρια, έχει προπονητή τον Δημήτρη Νικολαΐδη, άρα είμαι ήσυχος όσον αφορά το κομμάτι του μπάσκετ και της διαπαιδαγώγησης που μπορεί να έχει ένα παιδί».
-Πως ήταν ο ρόλος του πατέρα για σένα;
«Δεν το έχω ζήσει τόσο πολύ, ήμουν μικρός. Από τη μία τώρα σαν να ξύπνησα και έχω δύο κόρες μεγάλες, το έχει κάνει αυτό το ταξίδι περισσότερο η σύζυγός μου, η Ναταλία. Απολαμβάνω εγώ τους καρπούς, δεν έκανα πολλά στο κομμάτι του να ξυπνάω τα βράδια, όλα τα έκανε η Ναταλία και είμαι τυχερός και σε αυτό το κομμάτι. Θυσίασε την καριέρα της στο βόλεϊ, για να ασχοληθεί με τα παιδιά. Τώρα είμαι πιο ώριμος, έχω σταματήσει το μπάσκετ και μπορώ να ασχοληθώ με τα κορίτσια».
-Πρόσφατα έχασες τον πατέρα σου…πως βίωσες αυτή την απώλεια;
«Είναι ένα πράγμα που κάποιος δεν μπορεί να το γλιτώσει. Είναι ένα «milestone», ένα σημείο που κάνει έντονο σημάδι στη ζωή σου, όπως η γέννηση των παιδιών σου. Έτσι και η απώλεια ενός προσώπου που αγαπάς πάρα πολύ. Σε κάνει να βλέπεις τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Όταν γεννήθηκαν οι κόρες μου πρόσεχα ας πούμε να οδηγώ πιο προσεκτικά, είναι κάτι που έγινε αυτόματα. Όταν έφυγε ο πατέρας μου άρχισα να δίνω διαφορετικές αξίες, να βλέπω τι είναι σημαντικό και τι όχι, το πως καταμερίζω το χρόνο μου και στους ανθρώπους που αγαπώ, το χρόνο που αφιερώνω. Σε ότι έρχεται στη ζωή μπορείς να δεις πράγματα που έχει να σου δώσει η ζωή».
-Θυμάσαι όταν σε παρακολούθησαν για πρώτη φορά σε αγώνα οι γονείς σου;
«Θυμάμαι, όπως και τα πρώτα μεγάλα παιχνίδια που καθόντουσαν περήφανοι και με έβλεπαν. Αισθανόμουν όμορφα και ένα κίνητρο ότι τους βλέπω και θέλω να τους κάνω περήφανους, δεν μπόρεσα να το κάνω στο σχολείο, αλλά μπορώ εδώ».
-Με τι ασχολείσαι αυτό το διάστημα;
Ασχολούμαι με το athlenda, μου αρέσει όμως και η επιχειρηματικότητα. Να «τρέχω» διάφορα πρότζεκτ, να δημιουργώ να φτιάχνω εταιρείες και ομάδες που να πετυχαίνουν κάποια πράγματα. Γενικά με ενδιαφέρει πολύ το κομμάτι της επιχειρηματικότητας».
Διαβάστε ακόμη…