Βόβορας: «Αυτό με πικραίνει περισσότερο – Θα μείνω με την περιέργεια»

0
96

Με αφορμή τη συμπλήρωση 21 χρόνων από την κατάκτηση του δεύτερου ευρωπαϊκού στη Θεσσαλονίκη, ο Ζέλικο Ρέμπρατσα άνοιξε την καρδιά του στην ιστοσελίδα «Gazzetta».

«Όλα Πράσινα TV»: Κάθε Δευτέρα, 21:00 με 23:00, η κορυφαία Παναθηναϊκή εκπομπή, ζωντανά στις οθόνες σας, εδώ!

-Η αλήθεια είναι ότι έχουν χαθεί κάπως τα ίχνη σου από το μπάσκετ. Που ακριβώς βρίσκεσαι και ποιες είναι δραστηριότητές σου;

«Όταν αποσύρθηκα είπα να αποστασιοποιηθώ εντελώς από το μπάσκετ. Να τα αφήσω όλα πίσω μου. Μάλιστα τότε με είχε πάρει τηλέφωνο ο Ίβκοβιτς και μου είχε πει να είμαι γενικός διευθυντής της εθνικής Σερβίας αλλά δεν το ήθελα. Τότε δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Ήθελα μόνο να απομακρυνθώ από το μπάσκετ. Έκανα κάποια διαφορετικά πράγματα, αλλά τα δύο τελευταία χρόνια επιχειρώ την επιστροφή μου. Πέρυσι τον Σεπτέμβριο άνοιξα μια ακαδημία όπου έχουμε περίπου 100 παιδιά και στην οποία θέλω να βάλω διάφορα προγράμματα.

Δεν θα έλεγα ότι πρόκειται για μια κλασσική ακαδημία μπάσκετ, αλλά μαθαίνουμε στα παιδιά αγγλικά, να έχουν κίνητρο και να ακολουθούν μια διαδικασία προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Και θέλω από τη πλευρά μου να μεταδώσω όλη την εμπειρία που έχω αποκομίσει προκειμένου να γίνουν πετυχημένοι άνθρωποι και αθλητές. Μπορεί να μην καταφέρουν όλα τα παιδιά να έχουν επιτυχία στον αθλητισμό, αλλά να είναι πετυχημένα στη ζωή. Και θεωρώ ότι αυτά που θέλουμε να κάνουμε στην ακαδημία μας, δεν γίνονται κάπου αλλού. Είναι κάτι καινούργιο και για εμένα…»

-Εκτός από Ακαδημία έχεις σκεφτεί να δουλέψεις και σε κάποια ομάδα από οποιοδήποτε πόστο; 

«Ναι η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να βρεθώ μέσα σε μια ομάδα. Είτε είναι η εθνική Σερβίας, είτε κάποια ομάδα της EuroLeague. Έχω ιδέες και πράγματα για να κάνω. Δεν ξέρω αν θα είναι GM ή αθλητικός διευθυντής ή προπονητής ή να μιλάω στους παίκτες. Θεωρώ ότι πλησιάζει η ώρα μου προκειμένου να δείξω όλα όσα έμαθα τα 30 τελευταία χρόνια.»

-Σου έχει λείψει να παίζεις;

«Όχι, όχι (γέλια). Έπαιξα, τελείωσα. Πάει αυτό. Αρκετά. Έχουν περάσει 14 χρόνια από τότε και έχω περάσει παρακάτω. Και είμαι περήφανος για όλα έκανα. Κατέκτησα τα πάντα στην Ευρώπη, οπότε είμαι πολύ χαρούμενος που συνέβη. Δεν έχω να αποδείξω κάτι. Εντάξει ίσως στο ΝΒΑ να μην έκανα αυτά που ήθελα. Πήγα αργά, ενώ και το πρωτάθλημα ήταν τελείως διαφορετικό με αυτό που είναι τώρα.»

-Είπες ότι κέρδισες τα πάντα στην Ευρώπη. Με τον Παναθηναϊκό έχει μείνει φυσικά η κατάκτηση της EuroLeague το 2000 στην Θεσσαλονίκη, όταν και αναδείχθηκες πολυτιμότερος παίκτης του Final 4. Σαν σήμερα πριν από ακριβώς 21 χρόνια…

«Δύο χρόνια πριν από εκείνο το Final 4 είχα παίξει και στη Βαρκελώνη ως παίκτης της Μπενετόν, αλλά είχαμε αποκλειστεί από την ΑΕΚ στον ημιτελικό. Επίσης είχα κατακτήσει και το Final 4 το 1992 με την Παρτίζαν, αλλά τότε δεν είχα μεγάλο ρόλο στην ομάδα. Δεν ήμουν το σημείο αναφοράς. Όμως με τον Παναθηναϊκό ήταν το πρώτο μου Final 4 όπου η ομάδα στηριζόταν πολύ σ’ εμένα. Και ήταν και το πρώτο Final 4 του Παναθηναϊκού μετά το 1996 που το είχε κατακτήσει με τον Ουίλκινς, τον Βράνκοβιτς και τον Αλβέρτη. Οπότε είχα ένα επιπλέον κίνητρο. Και εγώ και ο Μποντιρόγκα. 

Ομολογώ ότι πέρασα δύο υπέροχα χρόνια στον Παναθηναϊκό. Ειδικά την πρώτη σεζόν και αυτό διότι στο Final 4 της Θεσσαλονίκης έφτασα στο σημείο να είμαι ο MVP. Ήταν μια μαγική χρονιά γιατί μετά κατακτήσαμε και το πρωτάθλημα. Και την επόμενη χρονιά πήραμε το πρωτάθλημα, αλλά χάσαμε το κύπελλο στο Final 4 στις λεπτομέρειες. Είχαμε φτάσει όμως πολύ κοντά. Θα σου πω κάτι. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να μένεις δύο χρόνια στην Αθήνα, να παίζεις στον Παναθηναϊκό και να νικάς. Ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε κάποιον».

-Λόγω και της ημέρας ας μείνουμε λίγο περισσότερο στο Final 4 της Θεσσαλονίκης. Αν σκαλίσεις πίσω στο χρόνο τι έχεις να θυμάσαι; 

«Αυτό που θυμάμαι είναι έναν-δυο μήνες πριν από το Final 4 είχα πρόβλημα στην μέση μου. Έκανα θεραπείες συνέχεια και δούλεψα πάρα πολύ ώστε να είμαι πανέτοιμος στο Final 4. Και όχι μόνο αυτό. Είχα βάλει στον εαυτό μου επιπλέον πίεση. Στον Παναθηναϊκό έπαιζα. Και ο κόσμος περίμενε πράγματα από εμένα. Έπρεπε να παίζω καλά και να είμαι έτοιμος. Από εκεί και πέρα και όσον αφορά τον τελικό με τη Μακάμπι, είχα παίξει καλά στο πρώτο ημίχρονο και γενικά τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά για την ομάδα καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς.

Δεν έχω κάποια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μου για να σου πω. Άλλωστε έχουν περάσει και πολλά χρόνια από τότε. Όμως αυτό που γνωρίζω είναι ότι εκείνη η σεζόν ήταν η καλύτερη της καριέρας μου σε σύλλογο. Για μένα είναι το Παγκόσμιο του ’98 στην Αθήνα με την εθνική Σερβίας και η σεζόν 1999-2000 με τον Παναθηναϊκό. Θεωρώ ότι συνολικά ήταν και η καλύτερη ομάδα που αγωνίστηκα ποτέ. Τότε μπορούσαμε να νικήσουμε τον οποιονδήποτε! Αυτή είναι η εικόνα που μου έχει μείνει…»

-Μπαίνετε στο γήπεδο για το Final 4 και βλέπετε να έχει κατακλυστεί από φίλους του Παναθηναϊκού…

«Πράγματι το γήπεδο ήταν γεμάτο. Όμως να σου πω κάτι; Η ατμόσφαιρα μου θύμιζε πολύ και τα ματς της Παρτίζαν. Παρόμοια ενέργεια, παρόμοιο πάθος, είναι κάτι το απίστευτο και συνάμα φοβερό για έναν παίκτη να παίζει σε τέτοιο κοινό. Θυμάμαι όταν ήμουν στο ΝΒΑ, με είχε ρωτήσει ένα δημοσιογράφος του Σακραμέντο για το γήπεδο το οποίο έχει τη φήμη για το πιο θορυβώδες μέρος για να παίξεις. Και του είπα: ‘Δεν έχεις δει τη ατμόσφαιρα που επικρατεί στο Βελιγράδι ή στο ΟΑΚΑ. Εδώ είναι σαν απαγγέλει κάποιος ποίηση. Είναι κινηματογράφος’. Θυμάμαι όταν παίζαμε με τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ επικρατούσε πολεμικό κλίμα. Μας πέταγαν μεταξύ άλλων μπουκάλια γεμάτα με νερό. Τα ίδια συμβαίνουν και στη Σερβία στα ματς της Παρτίζαν με τον Ερυθρό Αστέρα…»

-Παρεμπιπτόντως, σου λείπει το ΟΑΚΑ;

«Μου λείπει πολύ το ΟΑΚΑ! Εκεί έχω πανηγυρίσει μερικές από τις καλύτερες στιγμές μου. Το Eurobasket του 1995. Το Mundobasket του 1998. Μετά ακολούθησε η διετία μου στον Παναθηναϊκό όπου πήρα δύο πρωταθλήματα Ελλάδας. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για μένα από το ΟΑΚΑ!»

-Πώς σας είχε προετοιμάσει ο coach Ομπράντοβιτς γι’ αυτό το Final 4;

«(γέλια) Θυμάμαι ότι δυόμιση, περίπου, μήνες πριν από το Final 4 παίζαμε πολύ καλά. Και ο Ομπράντοβιτς μας έλεγε ‘παίζουμε πολύ καλά για αυτήν την περίοδο. Γι’ αυτό θα ανεβάσουμε στροφές στην προπόνηση, θα γίνει πιο σκληρή, ώστε να ρίξουμε λίγο τη φόρμα μας και να προετοιμαστούμε για τη συνέχεια. Στο Final 4 μας ενδιαφέρει να είμαστε έτοιμοι’. Άλωστε και να χάναμε κάποιο παιχνίδι τότε, δεν… έγινε και τίποτα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα εντός έδρας ματς με το Μαρούσι περίπου δύο μήνες πριν από εκείνο το Final 4. Είχαμε χάσει στην έδρα μας.

Αλλά εντάξει. Δεν είχαμε χάσει και κάτι, δεν άλλαξε κάτι. Και αυτό διότι βρισκόμασταν σε μια διαδικασία ώστε να είμαστε στο επίπεδο που θέλαμε την κατάλληλη στιγμή. Και θυμάμαι πόσο σκληρές ήταν οι προπονήσεις εκείνη την περίοδο. Τελειώνει, λοιπόν, το παιχνίδι και χάνουμε. Μετά στα αποδυτήρια είχε έρθει ο πρόεδρος, ο Παύλος Γιαννακόπουλος, ο οποίος ήταν έξω φρενών! Και άρχισε να χοροπηδάει και να μας φωνάζει ‘γιατί χάσατε; δεν έπρεπε να χάσετε…’ Από πίσω του ήταν ο Ομπράντοβιτς ο οποίος μας έκανε νόημα με το δάχτυλό του να μην μιλήσουμε. Ο πρόεδρος δεν τον έβλεπε. Ο coach ήξερε τι έκανε. Άφησε τον Παύλο Γιαννακόπουλο να μας κατσαδιάσει και μόλις έφυγε γύρισε και μας είπε ‘δεν έγινε τίποτα που χάσαμε αυτό το ματς. Προετοιμασία κάνουμε για το Final 4’. Έίχε πλάκα αυτό το σκηνικό. Μου έχει μείνει… (γέλια)»

-Μιας και μου μίλησες για το περιστατικό με τον Παύλο Γιαννακόπουλο, πώς έζησες τα δύο αδέρφια; Πώς ήταν η καθημερινότητα με τον Παύλο και τον Θανάση Γιαννακόπουλο; 

«Αυτοί οι άνθρωποι ήταν το κάτι άλλο. Πραγματικά πολύ περήφανοι για τον Παναθηναϊκό. Ναι μεν έβαλαν πολλά χρήματα στην ομάδα, αλλά δεν ήταν μόνο τα χρήματα. Ήταν δύο άνθρωποι οι οποίοι μας μετέδιδαν θετική ενέργεια. Σε όλους. Είμαι περήφανος που έπαιξα στον Παναθηναϊκό του Παύλου και του Θανάση. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξουν ποτέ ξανά τέτοιοι άνθρωποι. Υπήρχε μια οικογένεια μέσα στην ομάδα. Από την εποχή του Ντομινίκ, του Βράνκοβιτς, του Ράτζα, του Μποντιρόγκα, εμένα έως και στη γενιά που ακολούθησε με τον Ομπράντοβιτς προπονητή. Και αυτό φάνηκε από τους τίτλους που κατέκτησε η ομάδα. Και το εισπράτταμε αυτό και από τον κόσμο. Οπουδήποτε και αν καθόμασταν να φάμε ή να πιούμε καφέ, όλος ο κόσμος μας αγκάλιαζε και μας αποθέωνε. Πραγματικά έζησα φοβερές στιγμές στον Παναθηναϊκό».

-Μάλιστα υπάρχει και μια χαρακτηριστική φωτογραφία μετά τον τελικό που κρατάς στην αγκαλιά σου τον Θανάση…

«Ναι, ναι την θυμάμαι (γέλια). Ο Θανάσης Γιαννακόπουλος ερχόταν συνέχεια πίσω από τον πάγκο για να επιτεθεί στους διαιτητές! (γέλια) Χοροπήδαγε όλη την ώρα και τους φώναζε… Αγαπούσε τόσο πολύ την ομάδα. Θυμάμαι που του παρουσιάστηκε και ένα πρόβλημα υγείας όταν παίζαμε στο Ζάγκρεμπ με την Τσιμπόνα, με αποτέλεσμα να πάει στο νοσοκομείο από το στρες και την πίεση που ένιωσε στο παιχνίδι. Δεν συμπεριφέρονταν ως πρόεδροι. Ήταν φίλαθλοι της ομάδας. Μέλη της ομάδας.»

-Την πρώτη σου χρονιά στον Παναθηναϊκό ήσουν και συμπαίκτης με τον Όντεντ Κάτας, ο οποίος τώρα είναι ο head coach της ομάδας…

«Θυμάμαι ήταν πολύ καλό παιδί και πανέξυπνος παίκτης. Ξέρει τα πάντα για το μπάσκετ. Απλά θα πρέπει να έχει και τύχη. Κάποιες φορές την χρειάζεσαι. Και αυτό σου ζητάνε να κάνεις κάτι μέσα σε έξι μήνες. Όχι, αυτό δεν γίνεται. Χρειάζεται χρόνος προκειμένου να δουλέψει το όλο σύστημα. Από εκεί και πέρα παίζει ρόλο και η στήριξη θα έχει από πίσω. Θεωρώ ότι μπορεί να κάνει καλή δουλειά. Δεν είναι εύκολο όμως. Και αυτό διότι αλλάζουν τους προπονητές ανά τρεις μήνες. Και είναι κάτι που συμβαίνει παντού. Όχι μόνο στον Παναθηναϊκό. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι το μπάσκετ χρειάζεται χρόνο προκειμένου να ενωθούν όλα τα κομμάτια…»

-Παρακολουθείς τώρα τον Παναθηναϊκό;

«Όχι και τόσο όσο θα ήθελα. Και αυτό διότι έχω πολύ γεμάτο πρόγραμμα με την ακαδημία μου. Όμως είναι κάτι που ξεκινάω σιγά-σιγά. Να παρακολουθώ τι συμβαίνει. Είδα κάποια ματς του Παναθηναϊκού όπου έπαιξαν αρκετά καλά, αλλά υπήρξαν και άλλα που δεν έπαιξαν. Όμως, εντάξει. Είναι κάτι που συμβαίνει. Θα επαναλάβω και θα πω ότι δεν γίνεται να αλλάζουν τόσο συχνά οι καταστάσεις σε μια ομάδα γιατί επιβραδύνεται περισσότερο η πρόοδος που μπορεί να κάνει…»

-Αν σου έλεγα να επιλέξεις τον αγαπημένο σου συμπαίκτη στον Παναθηναϊκο;

«Δεν μπορώ να στο απαντήσω αυτό γιατί δεν υπάρχει απάντηση. Έβλεπα συνολικά την ομάδα. Για παράδειγμα στο δωμάτιο στις αποστολές ήμουν με τον Φώτση, ο οποίος τότε ήταν πολύ μικρός. Συνέχεια τον πείραζα και αστειευόμασταν. Με όλους είχα εξαιρετική σχέση. Με τον Μποντιρόγκα, τον Φραγκίσκο, τον Τζεντίλε, τον Μπουντουρη, τον Όντεντ, τον Ρότζερς, τον Κοχ, με όλους, πραγματικά. Είχαμε εξαιρετική σχέση. Αυτό που είπα και πριν, σαν μια αγαπημένη οικογένεια».

-Παρακολουθείς τα παιχνίδια από τη διετία σου στον Παναθηναϊκό; Ειδικά από το Final 4;

«Ναι. Έχω δει. Μάλιστα πρόσφατα κάποιος είχε ανεβάσει στο youtube τα highlights μου εναντίον του Ολυμπιακού τα οποία και παρακολούθησα. Και φυσικά έχω δει κάποιες φορές και τον τελικό του Final 4 στη Θεσσαλονίκη. Απλά ήθελα να σου πω ότι βλέπω τα βίντεο και δεν μπορώ να πιστέψω ότι έκανα αυτά τα πράγματα (γέλια). Ούτε που τα θυμόμουν! Μάλιστα στους τελικούς του ιταλικού πρωταθλήματος μεταξύ Τιμσίστεμ-Μπενετόν, μου είπαν ότι είχα ευστοχήσει σε τρίποντο στο τέλος του αγώνα. Και λέω ‘ποιος, εγώ; Αποκλείεται’. Κι όμως, το είδα στο youtube. Δεν το θυμόμουν καν…»

-Πάντως από τον Παναθηναϊκό έχει και κακές αναμνήσεις. Απλά σου υπενθυμίζω το τελευταίο ματς των προημιτελικών το 1996 όταν ήσουν στην Μπενετόν και δέχθηκες την τάπα από τον Βράνκοβιτς…

«Α, ναι, σωστά! Μόνο που το συγκεκριμένο σουτ δεν ήταν να το πάρω εγώ! Υποτίθεται ότι έπρεπε να σουτάρει άλλους συμπαίκτης μου. Όμως δεν ξέρω τι έγινε και ξαφνικά η μπάλα βρέθηκε στα χέρια μου. Μπορεί να φοβόντουσαν να πάρουν το τελευταίο σουτ… Εγώ απλά έπρεπε να κάνω πρώτα μια γρήγορη προσποίηση. Και έγινε ότι… έγινε. Πάντως για να τα λέμε και όλα, νωρίτερα στο ματς είχα καρφώσει στο πρόσωπο του Βράνκοβιτς. Αν και να σου πω την αλήθεια, δεν το θυμόμουν. Μου το έδειξαν πριν από δυο μήνες περίπου σε βίντεο (γέλια)».

-Τον Ομπράντοβιτς τον έζησες τόσο στην Παρτίζαν και στην Μπενετόν, όσο φυσικά και στον Παναθηναϊκό. Πόσο διαφορετικός ήταν το ’92 που ξεκίνησε και πόσο το 2000; 

«Σίγουρα στον Παναθηναϊκό ήταν πολύ πιο έμπειρος. Όμως πάντα ήταν σκληρός τύπος. Δεν ήταν εύκολο να παίζεις για εκείνον. Πάντα σε έσπρωχνε στα όριά σου. Και τα ξεπέρναγες τα όριά σου. Εγώ για παράδειγμα δεν θα ήμουν ο ίδιος Ζέλικο Ρεμπράτσα αν δεν είχα προπονητή τον Ομπράντοβιτς. Και αυτό διότι πήρε από εμένα το καλύτερο που μπορούσε να πάρει. 

Ποτέ δεν ήμουν ο τύπος του παίκτη που θα έπαιζε καλά και θα γινόταν καλός αν του έλεγαν απλά ‘έλα, πάμε, γερά Ζέλε’ και όλα αυτά. Εγώ ήθελα να μου πουν ‘έλα μαλ…α, θα παίξεις μπάσκετ ή θα κάθεσαι;’ (γέλια). Και ο Ζοτς ήταν πολύ σκληρός. Το γνωρίζει ο Αλβέρτης, το γνωρίζουν όλοι. Μπορεί και κάποιοι να έκλαιγαν μετά τις προπονήσεις του Ομπράντοβιτς και τα όσα τους… έχωνε. Όμως ήταν πολύ διασκεδαστικό να είσαι παίκτης του Ζέλικο…»

-Σου έχει μείνει κάτι χαρακτηριστικό από τη συνεργασία σου μαζί του;

«Θα σου πω και μια ιστορία που θυμήθηκα. Είχαμε χάσει ένα ευρωπαϊκό ματς εκτός έδρας και είχαμε φτάσει στο αεροδρόμιο στις 5-6 τα ξημερώματα. Αμέσως μετά πήγαμε για φουλ προπόνηση. Με φυσική κατάσταση, τα πάντα. Ο Τζεντίλε από τα νεύρα του κλώτσησε τη μπάλα με δύναμη στις εξέδρες και τον πέταξε εκτός. Εγώ δεν είχα καμία όρεξη να κάνω πάνω-κάτω σπριντ στο παρκέ και όλες αυτές τις μαλ…ες και ήρθε και κόλλησε τη μούρη του στο πρόσωπό μου και άρχισε να μου φωνάζει και να μου λέει ‘τι διάολο θέλεις; Να παίζεις; Τι σκ….α θέλεις;’ 

Του είπα εκείνη τη στιγμή ‘κόουτς ηρέμησε’ και αμέσως με έστειλε και εμένα στα αποδυτήρια. Και άλλους 2-3 ακόμα παίκτες αν θυμάμαι καλά. Ο Ζοτς σου έβαζε κάθε μέρα προκλήσεις. Και μου άρεσε πολύ. Με έφερε στα όριά μου, αλλά με αυτόν τον τρόπο πήρε το καλύτερο από εμένα. Και πάντα βρίσκει παίκτες οι οποίοι θα μπορούν να ανταποκριθούν στα θέλω του. Από την προπόνηση έως και το παιχνίδι. Επίσης στην εθνική Σερβίας το 2005, κάποιοι παίκτες δεν μπορούσαν να κατανοήσουν αυτά που ήθελε και ζητούσε. Δεν είναι εύκολο να παίξεις για εκείνον. Όμως εάν παίξεις, θα πετύχεις. Οι τίτλοι του μιλάνε από μόνοι τους».

-Εσύ που τον ξέρεις καλά τον Ομπράντοβιτς, θεωρείς ότι υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψει κάποια μέρα στον Παναθηναϊκό;

«Δεν ξέρω. Ομως απ’ όσο τον γνωρίζω, θεωρώ ότι είναι δύσκολο. Και αυτό διότι ψάχνει πάντα καινούργιες προκλήσεις. Δεν ξέρω, μπορεί. Θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Και δεν θα είναι τα χρήματα. Για τον Ομπράντοβιτς παίζει ρόλο η ατμόσφαιρα στην ομάδα, ο τρόπος που λειτουργεί, τέτοια πράγματα. Όμως θεωρώ ότι δεν είναι εύκολο να επιστρέψει στον Παναθηναϊκό».

-Έχεις κρατήσει ενθύμια από τον Παναθηναϊκό;

«Ναι έχω τις φανέλες μου! Και από τις δύο σεζόν. Λευκές, πράσινες, τα πάντα. Θέλω κάποια στιγμή να τις βάλω σε κορνίζα». 

-Αμέσως μετά τον Παναθηναϊκό μετακόμισες στο ΝΒΑ όπου έμεινες έξι χρόνια. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία, αν και αντιμετώπισες και πρόβλημα υγείας…

«Τότε το μπάσκετ στο ΝΒΑ ήταν σκληρό. Δεν ήταν όπως είναι τώρα που κάθε ματς θυμίζει All Star Game. Αντιμετώπισα τον Μούρνινγκ, τον Σακίλ, τον Χακίμ, τον Γιούιν, βρέθηκα αντίπαλο του Τζόρνταν… Ήταν διαφορετικό το επίπεδο της δύναμης. Την πρώτη μου χρονια στους Πίστονς θα μπορούσα να αγωνιστώ περισσότερο ωστόσο κατάφερα να βρεθώ στο Rookie All Star Game της Φιλαντέλφεια. Όπως είπες και εσύ αντιμετώπισα και πρόβλημα στην καρδιά, είχα αρρυθμία και ήταν κάτι που επηρέασε την παρουσία μου στο ΝΒΑ. Και δεν μπόρεσα να δείξω αυτά που μπορούσα…»

-Αν δεν είχες το πρόβλημα με την καρδιά που θα είχες φτάσει στο ΝΒΑ; Θα είχες κάνει μεγαλύτερη αίσθηση;

«Πιθανόν, ναι. Όμως θεωρώ ότι ίσως να έπρεπε να πάω το 1998 μετά το Μουντομπάσκετ της Αθήνας. Όμως επέλεξα να συνεχίσω στην Ευρώπη. Και κέρδισα τα πάντα παραμένοντας εδώ. Και τότε, όπως ξέρεις, ήταν πολύ δύσκολο για έναν Ευρωπαίο να πάει και να παίξει στο ΝΒΑ. Τώρα είναι πολύ εύκολο και αυτό φαίνεται από τον αριθμό των ευρωπαίων που υπάρχει εκεί.»

-Τώρα είσαι εντάξει με το πρόβλημα που είχες;

«Ναι, είμαι μια χαρά. Τέλεια!» 

-Στην Ευρώπη θα μπορούσες να επιλέξεις των καλύτερο όλων;

«Όχι, είναι δύσκολο. Ακόμα και αν το πας από εποχή σε εποχή. Στην δική μου εποχή ήταν ο Ντράζεν, ο Κούκοτς, ο Σαμπόνις, ο Γκάλης, ο Ράτζα, ο Νοβίτσκι μετά, τώρα ο Γιόκιτς. Δεν μπορώ να αποφασίσω. Είναι πολύ δύσκολο. Πάρα πολύ δύσκολο».

-Στο ΝΒΑ; Τζόρνταν ή Λεμπρόν; 

«Θέλει και ερώτημα; Φυσικά Τζόρνταν. Είναι υποβάθμιση νοημοσύνης οταν μου το λένε (γέλια). Καταλαβαίνω ότι τα νέα παιδιά έχουν δει τον Λεμπρόν, αλλά όταν μιλάμε για τον καλύτερο όλων αυτός είναι ο Τζόρνταν και δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Δεν υπάρχει κανείς που να τον πλησιάζει…»

-Κλείνοντας Ζέλικο, γράψε εσύ τον επιλογο της συνέντευξης…

«Θέλω να πω ότι στην Ελλάδα πέρασα υπέροχα. Και θυμάμαι ότι στο τελευταίο μου παιχνίδι που είχαμε πάρει το πρωτάθλημα, είχα βγάλει τη φανέλα και την είχα πετάξει στους φιλάθλους του Παναθηναϊκού οι οποίοι με αγαπούσαν και με στήριζαν. Πραγματικά τους ευχαριστώ πολύ. Και να συνεχίζουν να αγαπάνε και στηρίζουν τον Παναθηναϊκό. Πέρασα απίστευτα στην Ελλάδα. Μακάρι κάποια στιγμή να έρθω και πάλι στο ΟΑΚΑ να παρακολουθήσω από κοντά ένα ματς…Και πάλι σας ευχαριστώ».

Διαβάστε ακόμη…

Πηγή