Το ιδανικό περιβάλλον για να εργαστεί και να εμπνευστεί ένας Λουτσέσκου είναι ένα περιβάλλον γεμάτο ένταση, ακραία συναισθήματα, δυσπιστία, ακόμα και μίσος. Γράφει ο Σωτήρης Μήλιος…
«Θέλαμε να πιστέψουμε ότι ήταν μία γελοία φάρσα από αυτές που κυκλοφορούν συνέχεια στο διαδίκτυο, αλλά φαίνεται ότι η διοίκηση του συλλόγου έχασε κάθε ίχνός κοινής λογικής, τιμής και αυτοσεβασμού. Αποφάσισε να φτύσει στα μούτρα όλους τους οπαδούς της Ντινάμο και ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αυτής της απόφασης».
Ο μεγαλύτερος σύνδεσμος οπαδών της Ντινάμο Κιέβου είχε πάρει την απόφαση του. Ολομέτωπη σύγκρουση με την διοίκηση μέχρις εσχάτων. Ένας πόλεμος άνευ ορίων ή ηθικής. Στο διαδίκτυο άρχισε να κυκλοφορεί με αστραπιαίους ρυθμούς ένα ανατριχιαστικό σκίτσο που έκανε παλιότερα την εμφάνιση του -ως πανό- στο Ολιμπίνσκι σε κάθε επίσκεψη της Σαχτάρ Ντόνετσκ.
Απέναντι από την φιγούρα του Μιρτσέα Λουτσέσκου ήταν ένα κασκόλ της Ντινάμο Κιέβου τυλιγμένο σαν θηλιά, με ένα σοκαριστικό μήνυμα που έμοιαζε με την τελευταία διαταγή σε μελοθάνατο, ο οποίος πρόκειται να απαγχονιστεί: «Ψηλά το κεφάλι Μίστερ»!
Έξω από τα γραφεία του συλλόγου εκατοντάδες οπαδοί άρχισαν να προκαλούν γενικευμένα επεισόδια και να απαιτούν τις παραιτήσεις όλων. Από τον πρώτο έως τον τελευταίο. Η κόκκινη γραμμή που υπήρχε είχε παραβιαστεί.
Από το 2004, που πάτησε το πόδι του στην Ουκρανία και το Ντόνετσκ αυτός ο άνθρωπος ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός για την Ντινάμο και ολόκληρο το Κίεβο. Το μίσος ήταν θανάσιμο. Όχι μόνο επειδή η παρουσία του στην Σαχτάρ επί μία 12ετία άλλαξε το status quo στο ουκρανικό ποδόσφαιρο, μεταφέροντας το κέντρο του στην ανατολική Ουκρανία, αλλάζοντας ισορροπίες δεκαετιών, αλλά κυρίως για τον τρόπο που το έκανε. Για όλο του το «είναι».
Ο Μίρτσεα έχει μία σχεδόν έμφυτη ειρωνεία σε κάθε του βλέμμα. Κάθε φορά που μιλάει νιώθεις ότι θέλει να τραβάει όλα τα βλέμματα, μα και όλη την πίεση πάνω του. Για 12 χρόνια ήταν… μόνος του και όλοι τους. Ο τρόπος που μιλούσε, αυτά που έλεγε, το στιλ του, οι επιτυχίες του έκαναν τον μεγαλύτερο αθλητικό οργανισμό της χώρας να θέλει να τον κατασπαράξει. Μόνο που… δεν μπορούσε!
Ο Λουτσέσκου δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία, αναφερόμενος στον μεγάλο αντίπαλο της πρωτεύουσας, να μιλάει για την ομάδα του κατεστημένου, την ομάδα της κυβέρνησης, την ομάδα που ευνοείται συστηματικά από την διαιτησία, τους δικαστές, τους θεσμούς. Πως θα μπορούσε να μην το πει από την στιγμή που ο «ισόβιος» πρόεδρος της ουκρανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και εξέχων μέλος της ΟΥΕΦΑ ήταν ο αδερφός του ιδιοκτήτη της Ντινάμο;
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο παμπόνηρος Ρουμάνος ήταν να εμφυσήσει σε ολόκληρο το Ντόνετσκ, σε ολόκληρη την Σαχτάρ και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη την χώρα, την πεποίθηση πως η αποστολή του ήταν να ανατρέψει ένα κατεστημένο δεκαετιών, επιβάλλοντας την νοοτροπία του αουτσάιντερ που πάει με το μαχαίρι στα δόντια, βλέποντας κάθε μέρα σαν μια νέα μάχη. Το έκανε με εμπρηστικές, προκλητικές δηλώσεις, βάζοντας πάντα μπροστά τον εαυτό του ως ασπίδα για έναν ολόκληρο οργανισμό.
Μεταφέροντας το παιχνίδι εκτός γηπέδου εκεί που ήθελε, κατάφερε να χτίσει ένα υπέροχο δίκτυο scouting στην Βραζιλία, εξέλιξε ποδοσφαιρικά την Σαχτάρ, την έκανε ευρωπαϊκό μέγεθος, άφησε την Ντινάμο στην εσωστρέφεια, έτη φωτός πίσω σε εξέλιξη, φροντίζοντας να την αποκοιμίζει και να την αφήνει στην δίνη των προβλημάτων που έφερνε η δεύτερη θέση εντός συνόρων.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές όξυνσης ήταν όταν μίλησε σχεδόν υποτιμητικά για τον σημαντικότερο άνθρωπο στην ιστορία της Ντινάμο Κιέβου, Βαλερί Λομπανόφσκι, όταν μετά από ψηφοφορία του France Football όπου ο Ουκρανός είχε ψηφιστεί 6ος κορυφαίος προπονητής στην ιστορία του ποδοσφαίρου κι εκείνος 41ος δήλωσε: «Είμαι έκπληκτος από την θέση του Λομπανόφσκι. Μακριά από το προστατευόμενο περιβάλλον στο Κίεβο δεν έκανε τίποτα στην καριέρα του».
Ήταν που ήταν κόκκινο πανί, όσο βρισκόταν στον πάγκο των ανθρακωρύχων, έγινε ο απόλυτος εχθρός, όταν λίγο μετά την υπογραφή του στην Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης είπε κάτι που εξόργισε κυρίως τους εθνικιστές οπαδούς της Ντιναμό Κιέβου (την μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή): «Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου στην προσαρμογή. Για μένα Ρωσία και Ουκρανία είναι το ίδιο πράγμα. Άλλωστε παλιά ήταν Σοβιετική Ένωση». Με το αίμα από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο να είναι ακόμα νωπό, η δήλωση αυτή ακούστηκε έντονα φιλορωσική, σε τέτοιο βαθμό που έγινε personna non grata στο Κίεβο.
Ο Ιχόρ Σούρκις όμως είχε αγανακτήσει από την πρωτοκαθεδρία της Σαχτάρ Ντόνετσκ, η οποία με Πορτογάλους τεχνικούς στο τιμόνια πια (Πάουλο Φονσέκα, Λουίς Κάστρο) είχε εδραιώσει την εγχώρια κυριαρχία της. Χρειαζόταν μία δραστική λύση. Κάποιος που να ξέρει να σπάει κατεστημένα. Κάποιος που να ξέρει το ουκρανικό ποδόσφαιρο. Εκείνος! Ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός έπρεπε να γίνει ο μπροστάρης της αντεπίθεσης της ομάδας του!
Αλήθεια, τι κίνητρο μπορεί να έχει ένας 75χρονος άνθρωπος για να μπλέξει σε μία τέτοια ιστορία ακραίου φανατισμού και μίσους; Δεν είχε καμία λογική. Ο Μιρτσέα Λουτσέσκου δεν είχε ποτέ του οικονομικό πρόβλημα, δεν είχε ανάγκη από φήμη, δόξα, τίτλους, η υστεροφημία του ήταν ήδη εξασφαλισμένη. Γιατί να πει το «ναι» σε μία τέτοια πρόταση που θα έφερνε την χώρα σε καθεστώς εμφυλίου πολέμου;
Διότι είναι ο Μιρτσέα Λουτσέσκου και αγαπάει τις προκλήσεις. Διότι αγαπά να ιχνηλατεί μονοπάτια που κανείς άλλος δεν θα περπατούσε. Αγαπά να τον μισούν. Αγαπά να είναι στο επίκεντρο. Αγαπά την πίεση, την ευθύνη, την δυσκολία, την πρόκληση.
Τέσσερις ημέρες μετά την αρχική συμφωνία και αφού στα social media κυκλοφόρησαν από απειλές όλων των ειδών, με σφαίρες, αγχώνες, κομμένα κεφάλια ζώων και ό,τι πιο ακραίο μπορεί να φανταστεί κανείς, ο Λουτσέσκου πήρε πίσω την συμφωνία: «Ποτέ μου δεν ήμουν δειλός, πάντα με δελέαζαν οι αθλητικές προκλήσεις. Απόδειξη η μετακόμιση μου από την Γαλατασαράι στην Μπεσικτάς. Υπήρξα σύμβολο της Ντινάμο Βουκουρεστίου κι όμως δέχθηκα να δουλέψω στην Ραπίντ Βουκουρεστίου, όπου το μίσος είναι άσβεστο. Όπου πήγα με δέχθηκαν με ελπίδα και ανοιχτές αγκαλιές. Παντού κατάφερα να κερδίσω τρόπαια. Εδώ όμως δεν μπορώ να δεχθώ ότι οπαδοί μιας ομάδας δρουν αντίθετα στα συμφέροντα της ομάδας που αγαπούν.
Πίστευα ότι ήταν χρόνος για μία αλλαγή, μία πρόκληση να επαναφέρουμε την ομάδα στις παραδοσιακές και ιστορικές της επιτυχίες. Δεν ήταν για τα λεφτά. Απλώς, ήθελα να επιστρέψω στο ουκρανικό ποδόσφαιρο που αγαπώ τόσο πολύ και να νιώσω ξανά τα ακραία συναισθήματα που δημιουργεί το ποδόσφαιρο. Ήθελα να νιώσω ξανά την ενέργεια και την ένταση που βγάζει ο κόσμος και πίστευα ότι άξιζε να έρθω. Όμως έκανα λάθος. Αφού δεν είμαι αποδεκτός η συμφωνία δεν ισχύει», ήταν η γραπτή του δήλωση.
Ο Σούρκις, ένας από τους ισχυρότερους ανθρώπους κοινωνικοπολιτικά στην Ουκρανία ένιωσε προσβεβλημένος και καπελωμένος από τον κόσμο της ομάδας του. Δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσει να περάσει έτσι. Τώρα πια ήταν προσωπικό.
Με ιδιόχειρη επιστολή στον Λουτσέσκου του εγγυήθηκε ότι δεν θα αφήσει κανέναν να επέμβει στο έργο του. Του εγγυήθηκε ότι κανείς δεν θα διανοηθεί να πειράξει ούτε τρίχα του και προς επίρρωση όλων αυτών έστειλε το ιδιωτικό του τζετ να παρκάρει σε αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου από όπου δεν θα έφευγε δίχως αυτόν μέσα. Ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε να ακούσει ο Ρουμάνος, ο οποίος μαεστρικά είχε οδηγήσει την παρτίδα εκεί που ήθελε!
Η παρουσίαση του έγινε στο προπονητικό κέντρο της ομάδας, εννοείται χωρίς την παρουσία κόσμου. Εκεί, στις προπονητικές εγκαταστάσεις, επέλεξε να μένει ο Ρουμάνος, ώστε να αποφεύγει τις πολλές μετακινήσεις και τον περιττό (και ίσως επικίνδυνο) συγχρωτισμό με κόσμο στο Κίεβο. Φανταστείτε το, ένας ζάπλουτος 75άρης επέλεξε να μένει σε έναν ξενώνα, αντί να απολαμβάνει την χλιδή κάποιας πολυτελούς έπαυλης ή κάποιου ξενοδοχείου πέντε αστέρων. Παράνοια!
Οι αντιδράσεις δεν σταμάτησαν όλο το καλοκαίρι. Σχεδόν κάθε μέρα, έξω από τα γραφεία της Ντινάμο στήνονταν ένα μικρό πολεμικό σκηνικό άλλοτε μεγαλύτερων κι άλλοτε μικρότερων διαστάσεων. Στο πρώτο επίσημο παιχνίδι απέναντι στην Ολιμπίκ Ντόνετσκ, μία νίκη με 4-1 που έγινε κεκλεισμένων των θυρών λόγω Covid-19, μία ομάδα οπαδών κατάφερε να εισβάλλει μετά το παιχνίδι, λούζοντας με ακατάσχετο υβρεολόγιο τον ιδιοκτήτη και τον νέο προπονητή.
Η οργή δεν μετριάστηκε ούτε από την νίκη στο Σούπερ Καπ επί της Σαχτάρ Ντόνετσκ με 3-1, όπου συνέβη ακριβώς το ίδιο: «Δεν με νοιάζουν οι αντιδράσεις των ultras. Αδιαφορώ. Εμένα με νοιάζουν μόνο οι παίκτες και η απόδοση τους. Ως επαγγελματίας δεν μου επιτρέπω να φανερώνω τα συναισθήματα μου» απάντησε παγερά η «αλεπού των πάγκων» στην συνέντευξη τύπου.
Σε μία κίνηση καλής θέλησης, η διοίκηση σκέφτηκε πως θα ήταν καλή μία επίσκεψη στο μνημείο του Βαλερί Λομπανόφσκι και η κατάθεση μερικών λουλουδιών. Μάταιος κόπος. Σχεδόν σε κάθε παιχνίδι από την μέρα που άνοιξαν και πάλι οι εξέδρες στο γήπεδο υπάρχουν υβριστικά πανό για τον Σούρκις και τον Λουτσέσκου που περνάνε με ευφάνταστους τρόπους.
Το μίσος δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ. Ο Λουτσέσκου δεν πρόκειται να γίνει ποτέ αποδεκτός στο Κίεβο. Για την ιστορία, η Ντινάμο πέντε αγωνιστικές πριν το τέλος βρίσκεται στο +7 από την Σαχτάρ και αγκαλιά με το πρώτο πρωτάθλημα μετά από 5 χρόνια, είναι μέσα στα ημιτελικά του κυπέλλου, ενώ έφτασε ως τους 16 του Europa League. Χωρίς μεταγραφές. Μόνο με εκείνον στο τιμόνι!
Το μήλο συνήθως πέφτει κάτω από την μηλιά. Όσο κι αν θέλει να το αποφύγει είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Έχει το DNA του, πολλά στοιχεία του χαρακτήρα του, την φιλοσοφία του. Είναι πολύ διαφορετικός, αλλά συνάμα και πολύ ίδιος με τον πατέρα του.
Λατρεύει τις προκλήσεις, το πάθος, την ένταση. Απολαμβάνει να απορροφά την πίεση, να βρίσκεται στο επίκεντρο, να προκαλεί ακραία πάθη και συναισθήματα, ακόμα κι αν αυτά είναι μίσος.
Δεν είναι γα τα λεφτά -ποτέ δεν ήταν. Κάποτε, επέλεξε να μείνει στην Ξάνθη, αν και οι Άραβες του έδιναν 20πλάσιο μισθό για να τα παρατήσει όλα και να φύγει. Πατήρ και υιός Λουτσέσκου τρέφονται από το ίδιο καύσιμο: την πρόκληση.
Θέλουν να αποδεικνύουν, ο προσωπικός τους εγωισμός, η πίστη στις δυνατότητες τους, η φιλοδοξία τους απαιτεί μόνο ακραίες επαγγελματικές προκλήσεις.
Ο Ραζβάν Λουτσέσκου μιλάει εδώ και καιρό με την ΑΕΚ -δεν είναι πια μυστικό. Για την ακρίβεια, η ΑΕΚ προσέγγισε τον Ρουμάνο τεχνικό και εκείνος έχει ανοιχτή γραμμή μαζί της. Για να μιλάνε τόσο καιρό και να μην το ξεκόβει καμία πλευρά σημαίνει ότι υπάρχει σημείο επαφής. Και πως οι δύο πλευρές «δουλεύουν» το θέμα, προσπαθούν να λειάνουν τις γωνίες, επιχειρούν να κολλήσουν ένα γυαλί που ήταν κομματάκια.
Το γιατί είναι πασιφανές. Διότι η ΑΕΚ εκτιμά την προπονητική του σταδιοδρομία και το έργο του (κυρίως) στον ΠΑΟΚ, αναγνωρίζει την συμβολή του και θεωρεί ότι όσα είπε, έκανε, υπαινίχθηκε ήταν μέρος ενός ρόλου για το καλό της τότε ομάδας του και ο Ραζβαν Λουτσέσκου θεωρεί ότι η Ένωση μπορεί να του ανάψει αυτή την φλόγα για να γουστάρει ξανά την δουλειά του. Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά, το θέμα θα είχε λήξει από την πρώτη στιγμή.
Τον Ρουμάνο τον εξιτάρει η προοπτική να κοουτσάρει σε μία μεγάλη ευρωπαϊκή λίγκα (κυρίως την ιταλική), αλλά ακόμα δεν υπάρχει κάτι χειροπιαστό, η σεζόν δεν έχει τελειώσει, ελάχιστοι πάγκοι είναι ανοιχτοί. Αν θέλει, μπορεί να περιμένει. Θέλει όμως;
Όταν για πρώτη φορά έπεσε το όνομα του στο τραπέζι για να αντικαταστήσει τον Αλεξάνταρ Στανόγεβιτς, ο κόσμος του ΠΑΟΚ επαναστάτησε. Ο Λουτσέσκου ήταν το κόκκινο πανί από τις δύο τελευταίες του επισκέψεις στην Τούμπα, ως προπονητής της Ξάνθης, όπου με πανούργο κοουτσάρισμα απέσπασε δύο ισοπαλίες καρμπόν δίχως τέρματα.
Με τεχνητές εντάσεις, με διαμαρτυρίες, με διακοπές, με καθυστερήσεις, αλλά και με μαεστρικό στήσιμο, ο Ραζβαν είχε καταφέρει και πάλι να τραβήξει όλη την πίεση και την προσοχή πάνω του, αφήνοντας τους παίκτες του να κάνουν ανενόχλητοι το ριφιφί.
Ο Λουτσέσκου ήξερε πολύ καλά ότι δεν ήταν αρεστός στον ασπρόμαυρο κόσμο. Ήξερε ότι τον μισούν. Τον αμφισβητούν. Τον λοιδορούν. Τον υποτιμούν. Ο μόνος σημαντικός όρος που ζήτησε όταν υπέγραψε το συμβόλαιο του με τον ΠΑΟΚ, δεν αφορούσε τον μισθό του, αλλά ένα γενναίο πριμ κατάκτησης πρωταθλήματος.
Αν επιλέξει την πρόκληση της ΑΕΚ, θα έχει καταφέρει κάτι μοναδικό. Θα τον μισεί σχεδόν όλη τη Ελλάδα. Το ιδανικό περιβάλλον για να εργαστεί και να εμπνευστεί ένας Λουτσέσκου…