Το 10 ήταν coach, το νούμερο 10!

0
91

Ο Πάμπλο Γκαρσία τον έβαλε στο 91. Ο Μανόλο Χιμένεθ δεν πίστευε ότι ήταν εκείνος που σκόραρε και οι δημοσιογράφοι ήθελαν… Πασχαλάκη στην εκτέλεση. Ο Τόμας Μουργκ περνάει καλύτερα όταν δεν τον υπολογίζουν.

Η ιστορία του μοιάζει λίγο με εκείνο το αστειάκι που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο. «Με σηκώνει για αλλαγή ο κόουτς στο 89’, ενώ χάνουμε 2-0 και του λέω: «Κόουτς να βάλω 3 να κερδίσουμε ή απλά να ισοφαρίσουμε…..; Δεν μπήκα». Ο Τόμας Μουργκ θα μπορούσε να είναι αυτός ο παίκτης χθες. Ο λιγότερο πιθανός εκτελεστής που μπορεί κάποιος να είχε σκεφτεί για την ΑΕΚ. Σίγουρα δεν τον σκέφτηκε ο Μανόλο Χιμένεθ, σίγουρα δεν τον υπολόγιζαν (εν δίκην χαβαλέ) οι δημοσιογράφοι που μετέδιδαν το ματς, ίσως ακόμα και ο Πάμπλο Γκαρσία όταν τον περνούσε στο ματς να μην απέβλεπε στο γκολ της νίκης και σε μεγάλο ποσοστό της πρόκρισης, αλλά να ήταν μια αλλαγή ρουτίνας.

Ο Αυστριακός σκόραρε. Για δεύτερη φορά εις βάρος της ΑΕΚ. Την πρώτη φορά μετά από οκτώ λεπτά συμμετοχής, αυτή τη φορά μετά από τρία λεπτά συμμετοχής. Πέτυχε το τέταρτο γκολ του τη φετινή σεζόν – ένας ποδοσφαιριστής που δεν έχει καταφέρει να καθιερωθεί, ωστόσο δεν έχει γκρινιάξει ποτέ, δεν έχει παραπονεθεί, δεν έχει δημιουργήσει προβλήματα. Του αρκεί που φοράει τη φανέλα με το νούμερο 10 κι ας μην θέλει να τον συγκρίνουν με τον Δημήτρη Πέλκα, του αρκεί να παίζει ποδόσφαιρο σε υψηλό επίπεδο και του… αρκεί και του περισσεύει που γνώρισε το είδωλο του, τον Μάριο Γκέτσε. Του αρκεί, γιατί δεν ήταν πάντοτε έτσι… 18 χρονών έπαιξε Champions League και μετά λίγο έλειψε να παίζει μόνο Playstation.

Η πρώτη φανέλα!

Αγώνας Champions League. Από εκείνους τους κανονικούς: Με κόσμο, με ύμνο, με σεντόνι, με δέος και με κρύο, δεδομένου ότι διεξαγόταν αρχές Οκτωβρίου στην Ρωσία. Μέσα στο γήπεδο ονόματα με ιστορία στο ποδόσφαιρο και εκατομμύρια στην τράπεζα. Βίτσελ, Αρσάβιν, Κερζάκοφ, Χουλκ, Ντάνι (σ.σ. ο Πορτογάλος), ακόμα και ο Λουτσιάνο Σπαλέτι στον αντίπαλο πάγκο θα έπρεπε να σου προκαλεί μια μικρή αναταραχή. Ειδικά αν δεν έχεις καν κλείσει ακόμα τα 19 σου χρόνια και τα ζεις όλα για πρώτη φορά. Ο Τόμας Μουργκ, με το «18» στην πλάτη, όσα και τα χρόνια του, μπαίνει στο 57ο λεπτό του αγώνα. Η ομάδα του αποσπά την ισοπαλία και μόλις ακούσει το τριπλό σφύριγμα του διαιτητή τρέχει για τα αποδυτήρια. Καμία στάση. Κανένα ενδιαφέρον. Καμία διάθεση να πάρει ένα πολύτιμο λάβαρο από τους διάσημους αντιπάλους του.

«Μα, η δική μου φανέλα ήταν το πολυτιμότερο λάβαρο», θα εξηγήσει στους Αυστριακούς ρεπόρτερ που τον αναζήτησαν τις επόμενες μέρες. «Είναι η πρώτη μου φανέλα στο Champions League και θα την κρεμάσω στο σαλόνι μου. Το ξέρω ότι ακούγεται κλισέ, αλλά πραγματοποιήθηκε ένα παιδικό μου όνειρο. Πριν μερικά χρόνια ήμουν στο σαλόνι του σπιτιού μου με τους γονείς μου και βλέπαμε αγώνες στην τηλεόραση και τώρα παίζω. Απήλαυσα κάθε λεπτό του αγώνα».

Ο τότε πιτσιρικάς Τόμας απολάμβανε την εμπιστοσύνη του Νέναντ Μπιέλιτσα, απολάμβανε να είναι το ταλέντο το οποίο όλοι ήθελαν να δουν, απολάμβανε τη ζωή του στη Βιέννη, θα απολάμβανε μέσα στη σεζόν τρία ακόμα ματς Champions League, δώδεκα στο αυστριακό πρωτάθλημα, αλλά μάλλον απόλαυσε και λίγο Play Station περισσότερο απ’ όσο έπρεπε και άντεχε… «Σίγουρα ήταν δική μου η ευθύνη», παραδέχτηκε μερικά χρόνια αργότερα για την «εξαφάνισή» του από την ενδεκάδα και αργότερα την 18αδα της Αούστρια Βιέννης. «Ήμουν μικρός και σίγουρα όχι όσο επαγγελματίας θα έπρεπε. Δε φρόντιζα το σώμα μου όσο θα έπρεπε, δεν πήγαινα για ύπνο στις 11 το βράδυ και, ναι, έπαιζα FIFA. Είναι δεδομένο ότι το ξενύχτι κάποια στιγμή θα σε επηρεάσει, θα το βρεις μπροστά σου στην πορεία».

Ήταν το πρώτο άδοξο τέλος του ταλέντου. 19 ετών έφυγε από την Αούστρια Βιέννης για να συνεχίσει στην Ριέντ, όπου κατάφερε εκ νέου να θεμελιώσει τον εαυτό του ανάμεσα στους καλύτερους για να επιστρέψει στην ελίτ με την Ραπίντ Βιέννης. Ενδιάμεσα στιγματίστηκε από ένα επεισόδιο με την Εθνική ομάδα κάτω των 21 ετών (σ.σ. έφυγε από το ξενοδοχείο το προηγούμενο βράδυ) και φάνταζε να έχει χάσει τελείως την επαφή του με το 15χρονο παιδί που την ημέρα του ντεμπούτου του έκανε όλη την Αυστρία να περιμένει την εξέλιξή του…

Η πρώτη εμπειρία…

6 Αυγούστου 2010. Τοπικό πρωτάθλημα, όχι κάτι σπουδαίο. Για τα δεδομένα της λίγκας, το Γκράτσερ-Λέομπεν ήταν ντέρμπι. Το σκορ ήταν ισόπαλο. Ξαφνικά, ένα άγνωστο αγόρι αναπτύσσει ταχύτητα, περνάει τους αντιπάλους του, ελίσσεται στην τελική γραμμή και κάνει το τέλειο γύρισμα για τον επιθετικό να σκοράρει το 2-1. Το ματς θα λήξει 3-1. Ο Τόμας δεν έχει κλείσει καν τα 16 του χρόνια. Ο κόσμος θα ξεσηκωθεί. Θα χειροκροτεί όρθιος για σχεδόν ενάμιση λεπτό. Και για τα επόμενα δύο χρόνια θα τον απολαμβάνει, γνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα θα τον χάσει.

«Ήταν μια αξέχαστη μέρα για μένα. Είχα πάρα πολύ άγχος πριν τη σέντρα, όμως μόλις άρχισε το παιχνίδι ήμουν σε φουλ συγκέντρωση και ένταση. Δεχτήκαμε ένα χαζό γκολ και βρεθήκαμε πίσω στο σκορ, θυμάμαι ότι έβρεχε και είχε αέρα και προσπαθούσαμε να δούμε πώς θα γυρίσουμε το παιχνίδι». Το ταλέντο του δεν μπορούσε να μείνει μυστικό. Το γνώριζε και ο ίδιος, το παραδεχόταν. «Το ξέρω ότι έχω ένα κάποιο ταλέντο, είμαι καλός τεχνικά και αρκετά γρήγορος. Αυτά δε σε πάνε από μόνα τους πουθενά. Πρέπει να δουλεύεις κάθε μέρα, να αποδεικνύεις τον εαυτό σου κάθε μέρα, σε κάθε προπόνηση, σε κάθε παιχνίδι», έλεγε τότε και είχε σκοπό να μείνει πιστός στα λόγια του.

Ήθελε να βελτιωθεί σταδιακά, να περάσει ένα-ένα τα σκαλοπάτια προς το όνειρό του, να παίξει στην γερμανική Bundesliga. Να γίνει σαν τον Μάριο Γκέτσε, τον οποίο θαυμάζει… Όταν έχασε το δρόμο του, βρήκε στήριγμα στην οικογένειά του, στη σύντροφό του και αργότερα στην κόρη του. Βρήκε ξανά ισορροπία, βρήκε ξανά το δρόμο να επιστρέψει στην ελίτ του αυστριακού πρωταθλήματος. Για να καταλήξει, όπως ανέφερε και ένα δημοσίευμα, να αδικείται από τα νούμερά του. «Μερικές φορές ξεχνάμε ότι ο Τόμας Μουργκ είναι μόλις 25 ετών, επειδή έχει παίξει σε 178 ματς του πρωταθλήματος. Και τον κρίνουμε υπερβολικά».

Η ιστορία συνεχίζεται και στην Ελλάδα. Τα νούμερα του Τόμας Μουργκ τον αδικούν. Τον ευνόησε η στιγμή. Ή όπως θα λέει στους φίλους του σήμερα στην Αυστρία…

«Με σηκώνει για αλλαγή ο κόουτς στο 91′ ενώ δεν είχαμε κάνει ευκαιρία στο ματς και του λέω. «Κόουτς να βάλω γκολ για να κερδίσουμε ή απλά να κρατήσουμε το μηδέν;»

Και μπήκε. Και έβαλε το γκολ.

Πηγή