Το SDNA ανοίγει τον φάκελο της μεγάλης κρίσης του ελληνικού μπάσκετ: Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός ήταν κομπάρσοι, η ΑΕΚ δεν… πήγε μακριά, Προμηθέας-Περιστέρι τελείωσαν από την πρώτη φάση. Οι διεθνείς επιτυχίες αναζητούνται με το κυάλι σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο και την τελευταία πενταετία είναι εξαίρεση κι όχι ο κανόνας. Τυχαίο; Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.
Tο ελληνικό μπάσκετ διανύει εποχή μεγάλης κρίσης. Η καθημερινότητα και τα συνεχόμενα παιχνίδια μας έχουν ίσως αφήσει μακριά από την πραγματικότητα, όμως μία απλή και ρεαλιστική αποτύπωση των δεδομένων είναι ικανή για να αναδειχτούν όλα τα κακώς κείμενα σε ένα άθλημα που έχει φέρει σπουδαίες επιτυχίες στο παρελθόν.
Εδώ όμως είναι η λέξη – κλειδί γι’ αυτό το κείμενο: Παρελθόν. Όχι παρόν. Όχι κάτι που ακουμπά την μπασκετική ζωή των τελευταίων ετών.
Το SDNA ανοίγει τον φάκελο της κρίσης. Με ονόματα, συγκεκριμένες αιτίες και όλα όσα αποτελούν το «παζλ» στην κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό μπάσκετ.
Ο κανόνας της επιτυχίας έγινε εξαίρεση
Ένα μικρό flashback παντά βοηθά: Αν πάμε λίγο προς τα πίσω, θα δούμε ότι η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
2009, 2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015… Χρονιές που «έκλειναν» σταθερά με μεγάλες επιτυχίες σε συλλογικό και διεθνές επίπεδο. Κατακτήσεις Euroleague από τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, παρουσία σε τελικούς και συνεχόμενα Final Four από τους «αιώνιους», χάλκινο για την Εθνική μας ομάδα στην Πολωνία, ακόμα και triple crown από το γυναικείο τμήμα του Αθηναϊκού. Σεζόν γεμάτες κούπες, σπουδαία ματς, συγκινήσεις και χρυσάφι.
Η τελευταία πενταετία όμως δείχνει την αντίθετη όψη του νομίσματος. Και αυτό ξεκινά από το κομμάτι της Εθνικής μας, που, μετά και την κακή πορεία στο Παγκόσμιο, έχει μείνει μακριά από τις επιτυχίες για περισσότερα από δέκα χρόνια.
Μοναδικές εξαιρέσεις; Οι σπουδαίες διακρίσεις των Εφήβων (2015, 2017) και η 4η θέση στο Eurobasket γυναικών (2017). Από τότε μέχρι και σήμερα, τίποτα.
Την ίδια χρονιά, το 2017, ο Ολυμπιακός έφτασε μέχρι το Final Four και τον τελικό της Euroleague. Στον τελικό ηττήθηκε από την Φενέρμπαχτσε, αλλά οι άνθρωποι της ομάδας δεν γνώριζαν μάλλον τότε πως με την παρουσία τους στην Κωνσταντινούπολη θα «έγραφαν» την τελευταία «ασημένια» έστω, σελίδα στο συλλογικά υψηλότερο επίπεδο της χώρας μας.
Οι «ερυθρόλευκοι» μάλιστα έχουν χάσει την επαφή τους με την οκτάδα επί σειρά ετών, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τον Παναθηναϊκό. Οι «πράσινοι» προχώρησαν στα πλέι-οφ τα προηγούμενα χρόνια, αλλά το Final Four έμεινε πολύ μακριά. Επιπρόσθετα, φέτος θα τερματίσουν στην χειρότερη θέση της ιστορίας τους στην Euroleague.
Η ανάλυση των τελευταίων ετών δείχνει ως ένα «φωτεινό» παράδειγμα την ΑΕΚ, που έφτασε προ τριετίας στην κατάκτηση του Basketball Champions League και του Intercontinental Cup και φέτος αγωνίστηκε ξανά σε ευρωπαϊκό τελικό, μία επίδοση ασφαλώς σημαντική. Η «Ένωση» θεωρείται μία από τις πιο δυνατές ομάδες της διοργάνωσης της FIBA, αλλά φέτος αποκλείστηκε στην φάση των «16», προσθέτοντας τον δικό της κρίκο στην συνολική παταγώδη φετινή αποτυχία του ελληνικού μπάσκετ.
Αν βάλουμε στην εξίσωση και τις προσπάθειες ομάδων όπως ο Προμηθέας, το Περιστέρι ή ο ΠΑΟΚ τα προηγούμενα χρόνια, που δεν έκαναν ποτέ κάποια υπέρβαση ή κάποια σούπερ πορεία, τότε μπορούμε εύκολα να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως το ελληνικό μπάσκετ… πέταξε από πάνω του την ταμπέλα του πρωταγωνιστή στις διοργανώσεις της Ευρώπης και πλέον βρίσκεται, σε δεύτερο ή και τρίτο ρόλο. Από πρωταγωνιστής, πλέον με βάση τα γεγονότα, θεωρείται κομπάρσος.
Οι σκόρπιες επιτυχίες, που αποτελούν φυσικά εξαιρέσεις στον κανόνα, ξέφυγαν από την… δαγκάνα παραγόντων που έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην συνολική πτώση των τελευταίων χρόνων. Γιατί, όπως και στα περισσότερα πράγματα στην ζωή, τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Ο απολογισμός δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να γίνει είναι να αποφύγουμε τη σκληρή κριτική, να βάλουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι και να επιμένουν όλοι να βαυκαλίζονται για τις «επιτυχίες». Επιτυχίες ναι, αλλά πότε; Μήπως είναι η στιγμή να δούμε κατάματα την αλήθεια; Το SDNA καταγράφει ορισμένες από τις…
ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
1. Τα προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία παικτών και στην εξέλιξη τους
Η λέξη «προβλήματα» είναι ίσως μικρή για να προσδιορίσει ακριβώς την πραγματικότητα γύρω από το ζήτημα. Η ουσία είναι ξεκάθαρη: Το ελληνικό μπάσκετ δεν παράγει παίκτες! Ή, αν τους παράγει, τότε δεν τους βοηθά ή δεν τους εντάσσει στα δεδομένα του πρωταθλητισμού και τις απαιτήσεις που υφίστανται στο υψηλότερο επίπεδο.
Δεν θέλει και κάποιο… μάτι ειδικού για να δει κανείς ότι ζούμε ακόμα στον αστερισμό του Σπανούλη, του Πρίντεζη ή και του Ζήση, φυσικά κάνοντας τον απαραίτητο διαχωρισμό στο κομμάτι της δυναμικής του επιπέδου στο οποίο αγωνίζονται. Οι μικροί σε ηλικία παίκτες αγνοούνται ή μένουν πολύ πίσω στον σχεδιασμό και στα πλάνα των προπονητών. Δεν αγωνίζονται πολύ, δεν παίρνουν πάνω τους ευθύνες και γενικά υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα ποιότητας, που φαίνεται ξεκάθαρα στον απόλυτο και μοναδικό κριτή: Το παρκέ.
Προφανώς αυτό δεν αφορά μόνο τους αθλητές: Υπάρχει ξεκάθαρο ζήτημα στην οργάνωση, στο πλάνο, στις δυνατότητες που υπάρχουν για την μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του (όποιου) ταλέντου «ζει» στις ελληνικές ομάδες.
Από την άλλη μεριά όμως, ίσως υπάρχει μερίδιο ευθύνης και στους παίκτες. Πόσοι «μικροί» δεν έκαναν βιαστικά το βήμα προς μία μεγάλη ομάδα και έμειναν στον πάγκο για 2-3 χρόνια απλά για να εισπράττουν παχυλά συμβόλαια; Πόσοι αρνήθηκαν να ξεκινήσουν από τα χαμηλά ή την προοπτική ενός δανεισμού για να… δείχνουν ότι παίζουν (;) στους κορυφαίους συλλόγους της χώρας… Πόσοι «κλώτσησαν» για διάφορους λόγους όσες ευκαιρίες βρέθηκαν μπροστά τους; Ερωτήματα λογικά και, δυστυχώς, ρητορικά…
2. Οικονομική κρίση
Και αυτό μας περνά αυτόματα στο επόμενο στάδιο: Η οικονομική κρίση έχει παίξει σαφέστατα μεγάλο ρόλο στα προβλήματα που παρουσιάζονται τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό μπάσκετ.
Δεν υπάρχουν πόροι. Τα μπάτζετ έχουν συρρικνωθεί και δεν μπορούν να «ακουμπήσουν» τα δεδομένα στα μεγαθήρια της Ευρώπης, ενώ φυσικά δεν θυμίζουν σε τίποτα τις χρυσές μέρες που προαναφέραμε. Οι συνέπειες είναι ξεκάθαρες στα αποτελέσματα και τα πεπραγμένα των ελληνικών συλλόγων, ενώ όλο αυτό επηρεάζει φυσικά και την Εθνική, όπως και τομείς που φαίνονται στις κάμερες, όπως η παραγωγική διαδικασία και η οργάνωση στις ομάδες.
Μάλιστα, εδώ βρίσκουμε και κάτι πραγματικά στενάχωρο και αρκετά… μακριά από κάθε ψήγμα αισιοδοξίας, αφού δεν παρατηρείται κάποιο «θαύμα» ή κάποια μεγάλη αλλαγή στον ορίζοντα. Αντίθετα, το ελληνικό μπάσκετ έχει μάθει ουσιαστικά να «ζει» έτσι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η κρίση στην ελληνική αγορά μείωσε τη ρευστότητα στις εταιρίες που επένδυσαν με οποιαδήποτε μορφή στο μπάσκετ και χωρίς χρήμα, η στάση εμπορίου και επιτυχιών είναι αναπόφευκτη.
3. Covid-19 και το χαμένο πλεονέκτημα της καυτής ελληνικής έδρας
Μιλώντας για τα οικονομικά δεδομένα, προφανώς πρέπει να γίνει αναφορά στην πανδημία, που επηρέασε αισθητά τον προγραμματισμό των ελληνικών ομάδων φέτος.
Δεν χρειάζεται να πάμε… μακριά: Ο Παναθηναϊκός «κατέβασε» αρκετά το μπάτζετ, ο Ολυμπιακός έκανε προσεκτικές κινήσεις, η ΑΕΚ κινήθηκε στοχευμένα. Η σύγκριση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους δύο «αιώνιους», με τα προηγούμενα χρόνια, είναι σχεδόν απαγορευτική και σίγουρα… ουτοπική.
Απαραίτητη υποσημείωση: Προφανώς η πανδημία επηρέασε όλες τις ομάδες, σε όλα τα αθλήματα. Αυτό είναι ξεκάθαρο και σίγουρα καμία ελληνική ομάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία τον Covid-19. Είναι όμως επίσης ξεκάθαρο πως οι σύλλογοι της χώρας μας έχασαν μεγάλο μέρος της δύναμής τους λόγω των άδειων γηπέδων. Πόσες φορές δεν σκεφτήκατε ότι ο Παναθηναϊκός ή ο Ολυμπιακός θα είχαν περισσότερες νίκες αν έπαιζαν σε ένα «καυτό» ΟΑΚΑ και σε ένα γεμάτο ΣΕΦ;
4. Το… κόλλημα με το παρελθόν και λάθη νοοτροπίας από διοικήσεις, κόσμο, media
Αν κάτι χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως έθνος είναι πως υπάρχει μία γενική τάση… προσκόλλησης στο παρελθόν. Αυτό συναντάται σε πολλά επίπεδα της κοινωνίας μας και ο αθλητισμός δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Δεδομένο πρώτο: Από το 1987 και έπειτα, το ελληνικό μπάσκετ έχει καταγράψει πολυάριθμες, πολυεπίπεδες και σημαντικές επιτυχίες. Είτε μιλάμε για την Εθνική είτε για τις ομάδες της χώρας μας, θα μπορούσε εύκολα να πει κάποιος πως για αρκετά χρόνια, η Ελλάδα «έπαιζε» μεγάλη… μπάλα στο προσκήνιο της Ευρώπης.
Αυτό γαλούχησε μία ολόκληρη γενιά και δημιούργησε την πεποίθηση ότι μιλάμε για έναν κανόνα, μία δεδομένη συνθήκη και πως οτιδήποτε συμβαίνει πρέπει να ανταποκρίνεται στο μεγαλείο και στα δεδομένα των προηγούμενων ετών. Οι φίλαθλοι μιλούν κάθε καλοκαίρι για τρόπαια, για προκρίσεις, για μεγάλες νίκες, οι διοικήσεις θέτουν τον πήχη στον… Θεό, τα media δημιουργούν προσδοκίες προτού καλά καλά δούμε τις εικόνες στο παρκέ.
Και, λίγο μετά, η αλήθεια «χτυπά» σαν δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο.
Η Εθνική έχει μείνει χωρίς διάκριση περίπου δέκα χρόνια. Οι «αιώνιοι» έχουν ξεχάσει πως είναι να ζεις και να αναπνέεις στο πρώτο επίπεδο δυναμικότητας της Euroleague. H AEK έφτασε σε κάποιες σπουδαίες αλλά σκόρπιες διακρίσεις, ομάδες όπως το Περιστέρι ή ο Προμηθέας βρίσκονται στα χαμηλά, παλεύοντας να «χτίσουν» μία υπέρβαση.
Η πραγματικότητα αναδεικνύει το πραγματικό πρόβλημα: Όλοι ζουν με τις δάφνες του παρελθόντος και οι περισσότεροι κρίνουν με βάση αυτά που έβλεπαν ή έζησαν πριν 5-10 ή 20 χρόνια. Ο ρεαλισμός λείπει από την κριτική ή το σωστό «χτίσιμο» στο προφίλ και τους στόχους, κάτι που αναπόφευκτα δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις, υπέρμετρη αισιοδοξία κακή ανάλυση των δεδομένων.
Και μην πάτε μακριά. Ρωτήστε τους εαυτούς σας αν έψαξαν ποτέ τον Παναθηναϊκό του Ζοτς και του Διαμαντίδη, τον Ολυμπιακό των back to back και την Εθνική που έκανε… όργια σε όλες τις διοργανώσεις. Ρωτήστε αν αυτή η αναζήτηση έγινε μετά από ένα κακό αποτέλεσμα ή μία άσχημη εμφάνιση και η απάντηση θα σας λύσει όλες τις απορίες…
Το οξύμωρο (;) με τους προπονητές και το κεφάλαιο «διαιτησία»
Γράψαμε για τους παίκτες, τη νοοτροπία, τα οικονομικά δεδομένα, τους φιλάθλους…
Σκόπιμα δεν έγινε (μέχρι τώρα) αναφορά στους προπονητές. Και αυτό εξηγείται από κάτι πολύ απλό: Οι Έλληνες διαπρέπουν σε αυτό το κομμάτι.
Μοιάζει -και είναι- οξύμωρο, αλλά τα τελευταία χρόνια, που είναι πιο κοντά από ποτέ στην μιζέρια, παρατηρείται μία έκρηξη στην δημιουργία, την παραγωγή και την «εξαγωγή» προπονητών από την Ελλάδα. Ίσως αυτό ξεκινά κιόλας από τις δύσκολες συνθήκες στην χώρα μας και την ανάγκη για ευκαιρίες, ίσως και όχι. Η αλήθεια είναι όμως ότι ελάχιστες χώρες της Ευρώπης μπορούν να πουν ότι είναι πιο ψηλά ή πιο «δυνατές» σε αυτό τον τομέα από την Ελλάδα.
Τα παραδείγματα είναι πολλά: Η τελευταία επιτυχία στην Euroleague ήρθε με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο στην άκρη του πάγκου του Ολυμπιακού. Ο ίδιος τεχνικός αποθεώθηκε στην Μακάμπι, όπου συνεχίζει την καλή δουλειά του.
Ο Δημήτρης Ιτούδης σήκωσε δύο κούπες Euroleague με την ΤΣΣΚΑ και εντάσσεται στην… αφρόκρεμα των προπονητών της Ευρώπης. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας σήκωσε το τρόπαιο του 2013, ο Ηλίας Παπαθεοδώρου οδήγησε την ΑΕΚ στον τελικό του περσινού BCL, ο Δημήτρης Πρίφτης και ο Στέφανος Δέδας κάνουν σπουδαία δουλειά στην Ούνικς Καζάν και στην Χάποελ Χολόν, αντίστοιχα και μπήκαν στην τελική φάση του φετινού Eurocup και BCL.
Κάθε «ωραίο» όμως μπορεί να αναιρεθεί από κάτι «άσχημο». Και το αρνητικό στην προκειμένη περίπτωση αφορά τους Έλληνες διαιτητές, που αποτελούν φυσικά ένα σημαντικό κομμάτι του μπάσκετ στην χώρα μας.
Για πολλά χρόνια ακούγονται διάφορα (άλλα δίκαια, άλλα άδικα) για τις «σφυρίχτρες» στην Ελλάδα και τα δεδομένα «μιλούν» από μόνα τους. Η γκρίνια αρκετών ανθρώπων στον χώρο ξεκινά από την έλλειψη ποιότητας, που φαίνεται και στην απουσία των Ελλήνων διαιτητών από τις μεγάλες διοργανώσεις των τελευταίων χρόνων. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν υπάρχει κανένας στην λίστα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, ενώ το ίδιο έχει παρατηρηθεί και σε όλα τα τελευταία σπουδαία events του συλλογικού επιπέδου.
Είναι σίγουρο πως πέντε-δέκα κακοί διαιτητές δεν δημιουργούν το… έδαφος για την μεγάλη κρίση στο άθλημα, όμως δίνουν και αυτοί ένα μικρό λιθαράκι. Άλλωστε, γράφτηκε και πιο πάνω: Τίποτα δεν είναι τυχαίο και για όλα υπάρχουν εξηγήσεις. Αρκεί να θέλεις να τις δεις κατάματα.